Και ξαφνικά, σαν να μην είχε προηγηθεί όλος αυτός ο κόπος, όλη αυτή η φροντίδα, πίεσε τη χούφτα στο πιγούνι της. Λες και δεν είχαν αγκυλώσει τα δάχτυλά της από την τόση προσπάθεια να τα διαφυλάττει τρυφερά μέσα στα χέρια της, να τους επιτρέπει να σπαρταρούν και να αναπνέουν και να φωτίζουν έως τότε. Πίεσε τη χούφτα στο πιγούνι της και ο ανεπαίσθητος ήχος της σύνθλιψης των εντόμων κάτω από την πίεση της παλάμης της έφτασε βαθύς στ` αφτιά της, σαν να είχε συντελεστεί μέσα στο ίδιο της το στόμα· αυτή ακριβώς ήταν η αίσθηση. Γλίστρησε το χέρι στον λαιμό της και περνώντας το πάνω από το αριστερό της στήθος, το έφερε στην κοιλιά. Βούτηξε τον δείκτη μέσα στη φωσφορούχα πάστα από τα μικροσκοπικά εντόσθια των πυγολαμπίδων που είχε συγκεντρωθεί στον αφαλό της. Έκανε να γράψει κάτι με αυτή. Τα πρώτα γράμματα έλαμψαν για μερικά δευτερόλεπτα προτού αρχίσουν να σαπίζουν.