Ο Αρτύρ ντε Γκομπινώ είναι κατά τον ακαδημαϊκό Ζαν Μιστλέρ ο μεγαλύτερος παραγνωρισμένος συγγραφέας της εποχής του. Ανήκει στους ρομαντικούς δημιουργούς που έπασχαν από την «αρρώστια του αιώνα» και είδαν με απαισιοδοξία το πέρασμα, μετά την Γαλλική Επανάσταση, στο φιλελεύθερο αστικό καθεστώς και στον χρηματικό πολιτισμό. Το βιβλίο του Δοκίμιο για την ανισότητα των ανθρωπίνων φυλών του στοίχισε τον χαρακτηρισμό του ρατσιστή και του προδρόμου του χιτλερισμού και των αποτρόπαιων εγκλημάτων του. Αν σκύψει όμως κανείς με προσοχή στο σύνολο του έργου του, καθώς και στην πλούσια ιδιωτική του αλληλογραφία, ανακαλύπτει ένα ταλαντούχο δημιουργό και ένα ευαίσθητο άνθρωπο που συχνά προπορευόταν από την εποχή του. Τους Εβραίους τους θαύμαζε σαν λαό, τις γυναίκες τις τοποθετούσε ενίοτε πάνω κι από τους άνδρες ως προς τις πνευματικές ικανότητες, ενδιαφερόταν για το φυσικό περιβάλλον και έδειχνε αγάπη και σεβασμό για τα ζώα.
Στην Ελλάδα ο Γκομπινώ έζησε τη γλυκύτητα της ελληνικής φιλοξενίας της μέσης αστικής οικογένειας στο σπίτι του Νικόλαου και της Ευφροσύνης Δραγούμη, το «σπίτι με τις ροδοδάφνες» όπως το κατέγραψε, χάρη σ’ αυτόν, η ιστορία των στενών της Πλάκας. Εκείνο που τροφοδότησε τον καλλιτεχνικό του οίστρο και έδωσε φτερά στη φαντασία του ήταν ο έρωτας που του ενέπνευσε η νεαρή προικισμένη Ζωή Δραγούμη. Μέσα από στις επιστολές που της έστειλε ως την τελευταία του πνοή ανακαλύπτουμε τα ταλέντα μιας ξεχασμένης Ελληνίδας του 19ου αιώνα και την προσφορά της στην πνευματική κίνηση της εποχής της. Η Ζωή Ν. Δραγούμη πλούτισε την ισχνή λογοτεχνική παραγωγή με τις μεταφράσεις της από τη γαλλική και την αγγλική λογοτεχνία. Επιδόθηκε με επιτυχία στη ζωγραφική και στη μουσική και συνέβαλε στην προώθηση της μουσικής παιδείας στην Ελλάδα με τη συμμετοχή της στη δημιουργία του Ωδείου Αθηνών. Συνεργάστηκε με την Καλλιρρόη Παρρέν, την Καλλιόπη Κεχαγιά, τη Σοφία Τρικούπη κ.α.