Στο καφενείο του μικρού χωριού είχε ανάψει η κουβέντα για τα πολιτικά. Οι φωνές ανακατεύονταν, οι τόνοι ανέβαιναν, λίγο ακόμα και θα έρχονταν στα χέρια οι θαμώνες, όταν πετάχτηκε ο μπαρμπα Τάσος, γαλήνιος και σοβαρός, όπως πάντα μετρημένος, και τους έκοψε τη φόρα. Έι, χωριανοί! Πέρασαν από ΄δώ λεβέντες μουστακαλήδες, γυναικάρες όμορφες σαν τα κρύα τα νερά, σοφοί και γραμματισμένοι. Τι μένει απ’ όλους αυτούς; Ούτε κουρνιαχτός!