Στη μικρή αυλή στη μεγάλη γειτονιά τα παλιά μας σκεύη γεμάτα βασιλικούς,
αμάραντους και μενεξέδες, έλαμπε μέρα-νύχτα η ζωή μας
Κι εκείνο το κυματάκι έπαιζε με το φτερό του γλάρου στην ακρογιαλιά
σε βράχο κοφτερό, ανέμελο και ξένοιαστο, ατρόμητο στο βουητό του χάρου
Όσο και να λάμπει αυτός ο κόσμος, μέσα του έχει μία νύχτα
Πατώ στις λέξεις και βγάζω νοήματα, πατώ στα νοήματα και δεν βγάζω λέξη
Η αλωνιστική μηχανή πέρασε πάνω απ’ το κίτρινο χωράφι και πήρε μαζί της τον Ιούνιο
Τα τελευταία χρυσά κορφόφυλλα της λεύκας του φθινοπώρου σε χαιρετούν
κι εσύ δακρύζεις