Η Μαρία, μία πολύ όμορφη γυναίκα, βίωσε τις ιδεοληψίες, τα στερεότυπα και τους άγραφους νόμους ενός χωριού της Ελλάδας, στο οποίο γεννήθηκε την δεκαετία του ’50. Εγκλωβίστηκε και φυλακίστηκε πολύ νέα, με ψαλιδισμένα φτερά και εγκατάλειψη ονείρων για σπουδές, χάνοντας κυριολεκτικά τον εαυτό της, μέσα σε έναν κακό γάμο, απέναντι σε έναν αδιάφορο, αυταρχικό και βίαιο σύζυγο. Χήρεψε πολύ νέα και βρέθηκε απέναντι σε συμπολίτες προκατειλημμένους, ιδεοληπτικούς και εχθρικούς που την στόχευσαν, αναγκάζοντάς την, για να επιβιώσει, να απομονωθεί και να χάσει κάθε ενδιαφέρον που αφορούσε τον εαυτό της ως «γυναίκα», καταλήγοντας αυτοβούλως σε ένα άφυλο και πρόωρα γηρασμένο ον. Μόνο φως και κίνητρο ζωής γι’ αυτήν ήταν ο μοναχογυιός της, ο Κωνσταντής, μέσα από την ζωή του οποίου ζούσε και η ίδια. Ένα ζευγάρι κόκκινα παπούτσια, δώρο του πατέρα της στα 16 της χρόνια, που δεν τόλμησε να φορέσει τότε, επηρεασμένη από τα εμμέσως πλην σαφώς, απαξιωτικά και αποτρεπτικά σχόλια της μάνας της για την κακή εικόνα που θα παρουσίαζε με αυτά στον κοινωνικό περίγυρο του χωριού, τα φόρεσε με καμάρι στα 42 της, με αφορμή την εμφάνιση του πατέρα της σε ένα όνειρο-παραίσθηση. Αυτά τα παπούτσια, αποτέλεσαν κίνητρο, να «περπατήσει», ελεύθερη πια και ο εαυτός της, σε μια νέα πραγματική ζωή, την δική της ζωή…