«H γιαγιά μου η Ανάστα, απ’ τα χωριά της Σπάρτης, χήρα στα είκοσι πέντε της, ο λόγος o Εμφύλιος, αμέσως μετά τη λήξη του, το ’49, με τον πατέρα μου εξάχρονο και καχεκτικό, της Κατοχής παιδί, περπάτησε δεκαέξι μέρες, προτού πατήσει μαζί μ’ άλλους εννέα από την περιοχή, τα χώματα της Αλβανίας και μετά της Ουγγαρίας, εξαντλημένη από πείνα, δίψα, κρύο και άλλα βάσανα…» αφηγείται η νεαρή Ευρυδίκη, κόρη πολιτικών προσφύγων.
«Στον πέμπτο χρόνο επάνω φύγαμε γι’ αλλού: Τασκένδη. Τελευταίος και θαλπερός σταθμός. Εκεί γεννήθηκαν οι γονείς μας. Εκεί και εμείς τα τρία παιδιά. Α, ζήσαμε καλή ζωή. «Ευλογημένη» την έλεγε η γιαγιά. Και ήταν.
Η Ευρυδίκη φανερώνει τον καημό που κούρνιαζε αθέατος και βουβός στην καρδιά της. Πρόκειται για οικογενειακή οδύσσεια ετών με σειρά ταλαιπωριών, αγώνων, προσδοκιών, μικρών ή μεγάλων πραγματώσεων, και αφοσίωσης. Αλλά και με τον πόθο του νόστου. Όσοι ζούσαν εκεί περίμεναν με λαχτάρα τον επαναπατρισμό. «Καλή πατρίδα» άκουγες συχνά.
Η μαζική παλιννόστηση έγινε μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Μαζί και η οικογένεια της Ευρυδίκης. Επέστρεψαν με ελπίδες, η καρδιά τους πανηγύριζε. Είχαν αφεθεί στις υποσχέσεις της Κυβέρνησης για επαγγελματική τακτοποίηση, στέγη, εκπαίδευση, περίθαλψη. Λόγια. Σχέδια μόνο. Κι αυτά απρογραμμάτιστα.
Στην πατρίδα η Ευρυδίκη θα ταπεινωθεί, θα πενθήσει την πρώτη αγάπη της, ο καθηγητής πατέρας θα γίνει εργάτης γης, καθαρίστρια η μητέρα, το σπίτι που τους παραχώρησαν οι εργοδότες ήταν παλιά αποθήκη, στο σχολείο πολλά από τα παιδιά κράτησαν αποστάσεις από τους «πρόσφυγες», και όταν ο γιος των «αφεντικών» ερωτεύτηκε την Ευρυδίκη, οι «τσιφλικάδες» έδιωξαν κακήν κακώς την οικογένεια από το κτήμα και το σπιτάκι. Έφυγαν μες στη βροχή. Καινούργια προσφυγιά. Αλλά θα αγωνίζονταν. Και θα έμεναν στην πατρίδα.