Τα βασανιστήρια και κατά την Ύστερη Αρχαιότητα χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο επιβολής του κρατικού και ηθικού νόμου και διατήρησης της τάξης και της πειθαρχίας στην κοινωνία και την οικογένεια. Δυστυχώς, οι πρωτογενείς γραμματειακές πηγές δεν επιτρέπουν στο μελετητή να γνωρίσει λεπτομερώς τα βασανιστήρια και τις τεχνικές που εφαρμόστηκαν, ούτε τα παπυρολογικά τεκμήρια μας επιτρέπουν να τα εξετάσουμε από την οπτική γωνία του καθημερινού ανθρώπου.
Η κοινωνικοπολιτική εξέλιξη και η οικονομική ανάπτυξη της Ανατολικής Μεσογείου από την Κλασσική έως τη Βυζαντινή εποχή δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη εξέλιξη στις αντιλήψεις του κράτους και του λαού για την τιμωρία και τα βασανιστήρια, τα οποία επιβάλλονταν με ταξικά κριτήρια: η τιμωρία για τις ανώτερες τάξεις δεν συνεπαγόταν καταισχύνη και εξευτελισμό, όπως για τις κατώτερες. Οι humiliores έπρεπε να υποστούν τη σωματική τιμωρία, η οποία επιβαλλόταν στο σώμα για να το κακοποιήσει, αλλά από αυτήν εξαιρούνταν οι honestiores. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η διαπόμπευση η οποία ως συμπλήρωμα της δημοσίως εκτελούμενης τιμωρίας λειτουργούσε ως ποινή∙ στην εφαρμογή της οποίας οι παριστάμενες μάζες συμμετείχαν δια του εξευτελισμού των θυμάτων έχοντας την ψευδαίσθηση ότι συμβάλλουν στην διατήρηση της συλλογικής πειθαρχίας και κοινωνικής συνοχής.
Η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως της επικρατούσας θρησκείας δεν συντέλεσε στην αλλαγή του τρόπου βασανισμού ή εκτέλεσης. Παρά το ότι η κρατική νομοθεσία από τον 4ο μέχρι και τον 9ο αι.μ.Χ. σταδιακά γινόταν περισσότερο ανθρωπιστική, οι μέθοδοι βασανισμού έμεναν απαράλλαχτοι, αποτέλεσμα εδραιωμένης, μακραίωνης παράδοσης και βαθύρριζου λαϊκής ηθικής. Την Ύστερη Αρχαιότητα, όλοι, ανεξαιρέτως της κοινωνικής τους θέσης, ακόμη και τα μέλη των ηγετικών ομάδων, ήταν επιλέξιμοι ως θύματα σωματικών βασανισμών. Οι πηγές αποκαλύπτουν ένα αυστηρότερο πρόσωπο της εξουσίας κατά την Υστερορρωμαϊκή και τη Βυζαντινή περίοδο και μαρτυρούν ότι τα υποψήφια θύματα κάλυπταν ένα ευρύτατο κοινωνικό φάσμα, από το οποίο δεν εξαιρούνταν ούτε οι Αυτοκράτορες.
Η Αγγελική Ι. Σύρκου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Παπυρολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και του Λονδίνου (University College London). Η έρευνά της επικεντρωμένη στην Ύστερη Αρχαιότητα έχει αποδώσει άρθρα που δημοσιεύτηκαν σε διεθνή παπυρολογικά περιοδικά και τη μελέτη Horrorscope: The Gallery of TorturesinLateAntiquity, που δημοσιεύτηκε στο Biblioteca degli «Studi di Egittologia e di Papirologia» 14, 2021. Επιπλέον, καρπός της ενασχόλησής της με την ιστορία του τόπου της είναι και τα βιβλία Μεγαρικά έγγραφα, Αθήνα, 2013 και Το Μεγαρικό Γλωσσικό Ιδίωμα. Λεξικογραφική μελέτη, Αθήνα, 2006.