Tὸ ἔργο τῶν Ἑλλήνων Πατέρων οὐδέποτε ὑπῆρξε αὐτόνομο καὶ ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν εὐχαριστιακὴ καὶ δοξολογικὴ λατρεία καὶ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἕνας σχολαῖος στοχασμὸς μεμονωμένων λογίων ἢ φιλοσόφων ποὺ μελετοῦσαν γραμματολογικὰ τὰ βιβλικά, πατερικὰ ἢ τὰ ὅποια ἄλλα κείμενα καὶ μνημεῖα τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης. Ἡ θεολογία στὴν πατερικὴ σκέψη ὑπῆρξε ἀλληλένδετη μὲ τὴ δοξολογική της διάσταση καὶ τὴ συνοδική της ἔκφραση, σαρκώνοντας ἐκ νέου κάθε φορὰ ἕνα ἑρμηνευτικὸ σχόλιο στὴν κοινωνία καὶ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ ζωὴ τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀποκαλύπτεται ἐν Χριστῷ στὴν κτίση καὶ στὴν ἱστορία.
Τὰ δόγματα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας χρειάζεται ὄχι ἁπλῶς νὰ ὁμολογοῦνται ἢ νὰ ἐπαναλαμβάνονται σύμφωνα μὲ τὸ ἱστορικὸ πλαίσιο γένεσης καὶ διατύπωσής τους, ἀλλὰ κυρίως νὰ προσλαμβάνονται ἐκ νέου, νὰ ἑρμηνεύονται ὑπαρξιακὰ καὶ σωτηριολογικὰ καὶ νὰ φωτίζονται πάντοτε ἐντὸς τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς καὶ διαχρονικῆς παράδοσης καὶ ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας σὲ διαρκὴ διάλογο μὲ τὶς ἑκάστοτε πολιτισμικὲς συνθῆκες.
Στὰ Μαθήματα Δογματικῆς Θεολογίας ἐπιχειροῦμε νὰ ἐκθέσουμε τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀνατέμνοντας τὸ σωτηριολογικὸ καὶ ἄκρως ὑπαρξιακὸ νόημα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας γιὰ τὴν ἐποχή μας καὶ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἀκολουθώντας ὄχι ἁπλῶς μία συστηματικὴ σὲ αὐτόνομα κεφάλαια ἔκθεση τῶν δογμάτων, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴ δομὴ τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἡ μόνη ὀρθὴ δομὴ τῆς δογματικῆς ἔκφρασης τῆς Ἐκκλησίας. κάθε ἑνότητα συνδέεται ὀργανικὰ καὶ ὁλοκληρώνεται μὲ μία ἐκτεταμένη καὶ πλούσια παράθεση βιβλικῶν, πατερικῶν, συνοδικῶν καὶ λειτουργικῶν πηγῶν καὶ συνάμα ὑποστηρίζεται ἀπὸ μία ἐνδεικτικὴ βιβλιογραφία γιὰ περαιτέρω μελέτη καὶ ἐμβάθυνση.