Όταν ο Μαιγκρέ, ξεφυσώντας κουρασμένος, έσπρωξε την καρέκλα προς τα πίσω, απομακρύνοντάς την απ’ το γραφείο όπου καθόταν με τους αγκώνες ακουμπισμένους πάνω, είχαν περάσει ακριβώς δεκαεπτά ώρες απ’τή στιγμή που άρχισε την ανάκριση του Καρλ Άντερσεν. [...] Δεκαεπτά ώρες εξαντλητικής ανάκρισης ! Πριν ξεκινήσει, είχαν βγάλει απ’τά παπούτσια του άνδρα τα κορδόνια, το ψεύτικο κολάρο του πουκαμίσου, τη γραβάτα του, και του είχαν αδειάσει τις τσέπες. [...]
Και τώρα ήταν αυτοί που εγκατέλειψαν ! Ο Μαιγκρέ, ανασηκώνοντας τους ώμους, έψαξε να βρει μια κρύα πίπα στο συρτάρι του, σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο. Ίσως αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο να μην ήταν η σωματική και πνευματική αντίσταση του άνδρα, αλλά η απίστευτη κομψότητα, η αρχοντική στάση που διατήρησε μέχρι τέλους. [...]
Είχε μαζευτεί μια μικρή ομάδα στον κήπο :
Ο Μαιγκρέ, ο Λυκάς, δυό αστυνόμοι, που κοιτούσαν τον ασφαλιστή με το γρονθοκοπημένο πρόσωπο και την Έλσε που, όσο μιλούσε, προσπαθούσε να σουλουπώσει την εξωτερική της εμφάνιση. Ήταν δύσκολο να εξηγήσεις γιατί η όλη σκηνή δεν έδειχνε τραγική. Ίσως αυτό το ακαθόριστο χάραμα να έπαιζε κάποιο ρόλο ; Μπορεί και η κούραση του καθενός, η ακόμη και η πείνα ;