Ο δημόσιος χώρος, άδειος από αυτοκίνητα και κόσμο, του προκάλεσε έκπληξη και όπως οι στρατιωτικές περίπολοι τους επέτρεπαν να διασχίζουν τα μπλόκα μέχρι το αστυνομικό τμήμα, αναρωτήθηκε μέσα του ποια ήταν αυτή η δύναμη που ερήμωνε όλους τους δρόμους. Ήταν, αναμφίβολα, η δύναμη της πολιτικής σκηνο-θεσίας. Η απουσία αντίληψης και κατανόησης από το πλατύ κοινό του φαινομένου της κινηματογραφικής σκηνοθεσίας καθιστούσε την πολιτική σκηνο-θεσία πιο εύκολη στην πραγματοποίησή της. Η προνομιακότητα του μηχανισμού έκφρασης και πρόσληψης από τους θεατές έκανε τη σκηνο-θεσία την τέχνη την πιο δύσκολα διακριτή από το μέσο άνθρωπο. Να κάνεις εικόνες ή να προσλαμβάνεις εικόνες ήταν για τον μέσο άνθρωπο κάτι το αυτονόητο. Όλοι, άλλωστε, μπορούν να δουν, οι υγιείς τουλάχιστον στα μάτια. Αν όμως, ένα μεσημέρι νωρίς, πριν επιστρέψουν οι γονείς να φάτε όλοι μαζί, πεινάσεις και κατεβάσεις από το ντουλάπι μια κονσέρβα σαρδέλες για να χορτάσεις την πρώιμη πείνα σου, θα μπορούσες να αναρωτηθείς: άραγε το κουτί σαρδέλες με βλέπει; Η ερώτηση μοιάζει τρελή σε όποιον δεν έχει τη φιλοδοξία να κατανοήσει σε βάθος την τέχνη της σκηνοθεσίας και, ιδιαίτερα, της πολιτικής σκηνοθεσίας. Μόνο αν ξεπεράσεις το αξίωμα: βλέπουν όσοι μπορούν να δουν και δείχνουν αυτοί που μπορούν να στρέψουν την προσοχή μας σε αυτό που πρέπει να δειχθεί, τότε μόνο μπορείς να διευρύνεις το φάσμα της όρασης. Τότε πια θα μπορέσεις να εννοήσεις τι είναι η πολιτική σκηνο-θεσία.
Ο Γιώργος Αραμπατζής γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε στο Παρίσι. Έχει γράψει διηγήματα, δοκίμια και έχει μεταφράσει Orson Welles, Patricia Highsmith και Guy de Maupassant. Διδάσκει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από τις εκδόσεις Σμίλη κυκλοφορεί το πρώτο μέρος της τριλογίας του Κρίμα στην Άνω Πόλη με τίτλο Μπροστά στο διοικητήριο (2018).