Ο Βαρυχνάς
Την ιστορίαν ετούη που α σας πω μού την έχει ’πωμένη η γειτόνισσά μου, η Τατσή τού Γκλώτσου - θεός συχωρέη της- σαν ήμου παιδάι πεντ’ έξι χρονώ. Την εφώναζα γιαγιά, γιατί εν εγνώρισα παππούδους, αφού οι γονιοί μου επαντρεύτησαν μεγάλοι σε ηλικία. Ήκουα λοιπό τ’ αγγόνια της, που κάμναε παρέα, να τη λέου για - γιά τσαι την ήλεα τσαι βω, που εν είχα διτσά μου. Ο Βαρυχνάς, μας ήλεε μες το κα - τώι που καθόεστε, είν’ ένα μικρόν αθρωπάι που φορεί άσπρα ρουχάλια τσ’ ένα άσπρο. Σα τσοιμάσαι ανάσελα, έρκεται, καΐζει απάνω στα στήθκια σου τσαι σε πλακώνει! Έτσι τσαι σε πλακώσει, εν εμπορείς να κουνήεις τίποτι. Μήτε χέργκια, μήτε ποά - ρια, μήτε τσεφάλι! Είσαι κοκκαλωμένος τσαι δε μετακουνείς. Άμα όμως κατηφέρεις να ‘ρπάξεις το σκουφάιν του, ήκαμες την τύχη σου γιατί εί γεμάτον ως την πίστη λίρες τσαι φλουργκιά! Μέχρι σήμερι καένας εν εμπόρεσε να του το βγκάλει, γιατί ο Βαρυχνάς προκάμνει τσαι φεύγκει αφ’ το φλουγγάρο πού ’χει το ζάτσι για αφ’ το φετζίτη. Εν την ερώτησα ποτέ τη «γιαγιά» μου την Τατσή, με γιάντα μαθές φορεί άσπρα ρούχα, αφού α τα κάμει σύχριστα τσ’ ας τα μουζαλώσει...
[Σημερινό παραμύθι από το Πυργί (Αφηγήτρια: Ειρήνη Βολάκη)]