«Είσαι» του είπε / «το πορτρέτο σου χωρίς το φως / να απλώνεται στον πίνακα / χωρίς την αμεροληψία του ζωγράφου / Είσαι το ποίημα της στιγμής / που απλοποιήθηκε σ’ ένα βιβλίο / Η βιβλιοθήκη είσαι και τα γηρατειά μαζί / Συμπέρασμα ανύπαρκτου συλλογισμού / ανάμεσα σ’ εσένα και σ’ εμένα».
Έφτασε, νομίζω, ο καιρός να εμφανίσω όλα τα φωτογραφικά «αρνητικά», που παρέμεναν κρυμμένα, μήπως και δω στις φωτογραφίες –με blow-up, αντίστοιχο του Αντονιόνι– τον συγγραφέα μου, νεκρό, μέσα στη συστάδα των θάμνων του δημόσιου κήπου της Ελλάδας. Για άλλη μια φορά, το ποίημα γυμνό και μόνο. Τώρα, μπορώ κι εγώ να ομολογήσω, όπως ο Προυστ, πως «η αληθινή ζωή, η ζωή που την έχουμε επιτέλους ανακαλύψει και φωτίσει, η μόνη ζωή επομένως που έχουμε ζήσει ολοκληρωτικά, είναι η λογοτεχνία». Όμως περισσότερο από τη συγγραφή, η ανάγνωση είναι αυτή που εμφανίζει το «ίδιον» του ποιήματος σαν μια εργασία που έχει υπερβεί τη φιλαυτία και τις δεξιότητες του ποιητή.
Τότε, το ποίημα ενδέχεται ούτε καν τη γλώσσα του ποιητή να ομιλεί, αλλά εκείνες τις θεόπνευστες πύρινες γλώσσες πάνω από τα κεφάλια των ποιητών-αποστόλων στο εικόνισμα της Πεντηκοστής. Δέκα ημέρες μετά την Ανάληψη, όταν πλέον ολοκληρώνεται το έργο, μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου των γήινων υποθέσεων, ο ποιητής το παραδίδει στον αναγνώστη σαν έναν ιδιότυπο μεγεθυντικό φακό που θα του επιτρέψει να δει κάτω από τις γραμμές. Αυτή η αποκάλυψη της ενανθρώπισης του ποιήματος συντελείται έξω από τις δυνατότητες και τις δυνάμεις του δημιουργού του ως ελεύθερη συμφωνία των ικανοτήτων του, κλονισμένων από την πανδημία;
Την απάντηση στο ερώτημα δίνει το ομοιοκατάληκτο ποίημα με τίτλο «Λογοτεχνία – Ένας δικανικός», που συμπεριλαμβάνεται, εν είδει παραρτήματος, σε αυτή την έκδοση:
Να όμως, στο τέλος, τ’ άγραφο θα κερδίσει / και το ποίημα το λευκό θα ορίσει.