Δευτέρα. Κοιµήθηκα πολύ αργά την προηγουµένη. Σηκώθηκα πολύ νωρίς. Ανεβαίνουµε το λιµάνι της Νέας Υόρκης. Καταπληκτικό θέαµα παρά την καταχνιά ή και εξαιτίας της. Εδώ βρίσκονται η τάξη, η εξουσία, η οικονοµική ισχύς. Η καρδιά τρέµει µπροστά σε τόση θαυµαστή απανθρωπιά. Αποβιβάζοµαι τελικά στις 11 το πρωί µετά από πολλαπλές διατυπώσεις που έχουν να κάνουν µόνο µ’ εµένα, µια και είµαι ο µοναδικός ανάµεσα σε όλους τους επιβάτες που τον αντιµετωπίζουν σαν ύποπτο. Ο αξιωµατικός της Υπηρεσίας Μετανάστευσης ζητά τελικά συγγνώµη που µε καθυστέρησε τόσο πολύ. Ήµουν υποχρεωµένος, αλλά δεν µπορώ να σας εξηγήσω τον λόγο.
Αργά τη νύχτα, πάνω στο κοιµισµένο πλοίο, κοιτάζω το σκοτάδι. Η περίεργη σελήνη του νότιου ηµισφαιρίου, πεπλατυσµένη στην κορυφή της, φωτίζει τα νερά προς τη µεριά του Νότου. Φανταζόµαστε αυτά τα χιλιάδες χιλιόµετρα, αυτές τις µοναξιές όπου τα βαθιά και λαµπερά νερά έχουν την όψη µιας ελαιώδους γης. Αυτό τουλάχιστον θα ήταν η γαλήνη.
Ο Αλµπέρ Καµύ ταξίδεψε στις ΗΠΑ από τον Μάρτιο µέχρι τον Μάιο του 1946 και ύστερα στη Νότια Αµερική από τον Ιούνιο µέχρι τον Αύγουστο του 1949. Το ύφος στα δυο ηµερολόγια διαφέρει αισθητά. Στη Βόρεια Αµερική πηγαίνει ως δηµοσιογράφος που ανακαλύπτει, µε βλέµµα άλλοτε γεµάτο θαυµασµό και άλλοτε επικριτικό, την υπερβολή του Νέου Κόσµου. Ωστόσο, δεν ξεχνά τις τότε προτεραιότητές του και, κυρίως, την Πανούκλα. Στη Νότια Αµερική ταξιδεύει σαν επίσηµος καλεσµένος, σαν µια διασηµότητα, ενώ προοδευτικά υποψιάζεται έναν νέο παροξυσµό φυµατίωσης. Η διαδροµή του είναι παράλληλη µε τη διαδροµή της αρρώστιας του, που την ανακαλύπτει εκ νέου...