Κίνητρο και βαθειά επιθυμία του Κωνσταντίνου Μάρκελλου, στον οποίο οφείλουμε τη δραματουργική σύνθεση και επεξεργασία των διηγημάτων του Επισκοπόπουλου: Ὁ Θρῆνος τοῦ Δειλινοῦ, Ἡ Μητέρα Γῆ, Τὸ Ἐλιξίριον τῆς Ζωῆς και Ζωὴ Μετὰ Θάνατον είναι να ανανεώσει το ενδιαφέρον το ελληνόφωνου κοινού για τον Αισθητισμό, μια περιθωριοποιημένη λογοτεχνική τάση, και να επανασυστήσει έναν συγγραφέα του οποίου η αξία δεν αναγνωρίστηκε με τον τρόπο και στον βαθμό που της έπρεπε.
Πρόκειται για ένα θεατρικό/ραδιοφωνικό έργο, που αναθεωρεί τη φόρμα του λυρικού μονολόγου, μένοντας πιστό στο ύφος και την εκλεπτυσμένη, γλαφυρή καθαρεύουσα του Νικολάου Επισκοπόπουλου, του πρώτου που έθεσε με θριαμβική έμφαση «τὴν ἀφήγηση στὴν ὑπηρεσία τῆς ὀμορφιᾶς» και μεγάλυνε την Ομορφιά ως «ὑλικὸ ποὺ ὑφίσταται τὴν φθορὰ τοῦ χρόνου», εκείνου που θεματοποίησε ενστικτωδῶς και με προσήλωση την «ἀφηγηματικὴ ὑλοποίηση τοῦ ἰδανικοῦ», που εστίασε εμμονικά στο «ἐλάχιστο ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ ἄπειρο», εκείνου που έφερε ένα καινούργιο ρίγος, έναν καινούργιο τόνο στή λογοτεχνία μας – κατά τή διαπίστωση του Α. Σαχίνη.
Η επινοημένη πλοκή του έργου παρακολουθεί τα τελευταία δευτερόλεπτα, «στιγμὰς ἐν τῇ ζωῇ τοῦ ἀπείρου», μιας θορυβώδους και ασεβούς ανθρωπότητας, καθώς η γη, απηυδισμένη επιχειρεί μια καθοριστική επιβράδυνση της ιλιγγιώδους πορείας της, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος παρασιτικής ζωής από την επιφάνειά της. Οι τρεις τελευταίοι επιζώντες, «δευτερόλεπτα...» πριν τον οριστικό χαμό τους, υψώνουν ύστατη κραυγή απόγνωσης: ματαιωμένες επιθυμίες, ανεκπλήρωτα όνειρα, ροπή προς την (αλληλο)καταστροφή, τον σπαραγμό· και μια βίαιη, όσο και όψιμη, συνειδητοποίηση της θνητότητας και της αναπόφευκτης φθοράς.