Για την εφαρμογή της αρχής iura novit curia στην διοικητική δίκη, η επιστήμη της διοικητικής δικονομίας παραπέμπει, συχνά, στα πορίσματα της πολιτικής, χωρίς διεξοδικές αναλύσεις. Όμως, ούτε σε αυτό το, ιδιαίτερα αναπτυγμένο, πεδίο της ελληνικής νομικής σκέψης, η αρχή έχει τύχει επεξεργασίας ανάλογης της «δημοφιλίας» της: Όχι σπάνια ερμηνεύεται ως μία αυτονόητη συνθήκη· ως ένας κανόνας που διαγράφει τα όρια της εξουσίας του δικαστή ως προς την μεταχείριση του νομικού υλικού της δίκης.
Το βιβλίο επιδιώκει να συμβάλει δημιουργικά στον σχετικό επιστημονικό διάλογο μέσω της ιστορικής, συγκριτικής και νομικής πραγμάτευσης της αρχής. Προκρίνει, δε, την εγγυητική για τους διαδίκους, υποκειμενική αντίληψή της ως τον πυρήνα του νοήματός της. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, επικεντρώνεται στην πράξη της διοικητικής δίκης, διερευνώντας τον τρόπο εφαρμογής του iura novit curia τόσο στην ακυρωτική δικαιοδοσία όσο και στην δικαιοδοσία των διαφορών ουσίας. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις ανακύπτουν ενδιαφέροντα ζητήματα, τα οποία αφενός αναδεικνύουν την εμβέλεια της αρχής αφετέρου φτάνουν να αγγίζουν θεμελιώδη και διαχρονικά ερωτήματα της διοικητικής δικονομίας, όπως η έννοια και η έκταση του αυτεπάγγελτου ελέγχου, ο ρόλος του δικαστή και των διαδίκων και ο προσανατολισμός της διαδικασίας. Τέλος, ασχολείται με κρίσιμα δικονομικά φαινόμενα και θεσμούς, όπως το δίκαιο της απόδειξης, η αοριστία των λόγων ακύρωσης/προσφυγής, το δίκαιο της αναίρεσης μετά το ν. 3900/2010 και η προσωρινή δικαστική προστασία, υπό το πρίσμα του iura novit curia.
Η ανά χείρας μελέτη απευθύνεται στους/στις νομικούς τόσο της θεωρίας όσο και της πράξης, οι οποίοι/ες ενδιαφέρονται για τις σύγχρονες δικονομικές εξελίξεις όπως παρουσιάζονται μέσα από τις τρέχουσες τάσεις της νομολογίας του ΣτΕ και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.