Η ανάγκη μελέτης του παρόντος έργου γεννάται από τη διαπίστωση ότι το δικονομικό δίκαιο είναι σήμερα, σε μεγάλο βαθμό, συνταγματικό δίκαιο. Στις συνταγματικές δικονομικές διατάξεις συγκαταλέγονται αφενός το δικαίωμα του νόμιμου/φυσικού δικαστή (άρθρο 8) και το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1), αφετέρου δε το πέμπτο τμήμα του Συντάγματος που αφιερώνεται στη δικαστική εξουσία με σειρά διατάξεων τόσο για τους δικαστικούς λειτουργούς και υπαλλήλους (άρθρα 87-92) όσο και για την οργάνωση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων (άρθρα 93-100Α).
Η ανά χείρας μελέτη διακρίνεται σε τέσσερα κεφάλαια. Στο Κεφάλαιο Ι παρουσιάζεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας ως συνταγματικό θεμέλιο του δικονομικού δικαίου. Αναπτύσσονται τόσο η ιστορική εξέλιξη της κατοχύρωσής του στην ελληνική συνταγματική ιστορία όσο και οι αντίστοιχες διασφαλίσεις που περιέχονται στους καταλόγους δικαιωμάτων του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου, όπως επίσης άλλων εθνικών Συνταγμάτων. Στη συνέχεια αναλύεται η ιδιόμορφη νομική φύση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας ως θεμελιώδους δικαιώματος, ταυτόχρονα ατομικής, κοινωνικής και πολιτικής φύσεως, όπως επίσης δικονομικού δικαιώματος και ερμηνευτικής αρχής. Ακολούθως, στο Κεφάλαιο ΙΙ παρουσιάζεται η ερμηνευτική γενναιοδωρία, από την οποία διέπεται η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος, σε σχέση με τον καθορισμό του προστατευτικού του πεδίου. Στο Κεφάλαιο ΙΙΙ σκιαγραφούνται οι τρόποι με τους οποίους η επιφύλαξη νόμου που εμπεριέχεται στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας οδηγεί στην αναίρεση αυτής της γενναιοδωρίας διά της θέσπισης περιορισμών, η συνταγματικότητα των οποίων στην πράξη καταλήγει να ελέγχεται μόνο οριακά. Το Κεφάλαιο IV, τέλος, αναδεικνύει την προβληματική των φορέων και των αποδεκτών του δικαιώματος δικαστικής προστασίας ως έναν επιπρόσθετο παράγοντα σχετικοποίησης της παρεχόμενης προστασίας.