Κειτόταν σαν νεκρός, αλλά δεν ήταν νεκρός. Πού ήταν; Aπό τι είχε περάσει; Εκείνη τη νύχτα, στο φως της φωτιάς, η Τενάρ του έβγαλε τα λεκιασμένα, φθαρμένα, σκληρά απ’ τον ιδρώτα ρούχα. Τον έπλυνε και τον άφησε ξαπλωμένο γυμνό ανάμεσα στο λινό σεντόνι και την κουβέρτα από απαλό, βαρύ κατσικίσιο μαλλί. Αν και κοντός και λεπτοκαμωμένος ο άντρας, κάποτε ήταν συμπαγής, δυνατός· τώρα ήταν αδύνατος σα να είχε λιώσει ώς το κόκαλο, φθαρμένος, εύθραυστος. Ακόμα και οι ουλές που αυλάκωναν τον ώμο και την αριστερή πλευρά του προσώπου του από τον κρόταφο ως το σαγόνι έμοιαζαν να έχουν μικρύνει, να ‘χουν ασπρίσει. Και τα μαλλιά του ήταν γκρίζα. Έχω βαρεθεί να πενθώ, σκέφτηκε η Τενάρ. Βαρέθηκα το πένθος, βαρέθηκα τη θλίψη. Δεν θα λυπηθώ γι’ αυτόν! Δεν ήρθε σ’ εμένα πάνω στον δράκο; Κάποτε σκόπευα να τον σκοτώσω, σκέφτηκε. Τώρα θα τον κάνω να ζήσει, αν μπορέσω. Τότε τον κοίταξε προκλητικά στα μάτια, χωρίς οίκτο. «Ποιος απ’ τους δυο μας έσωσε τον άλλον από τον Λαβύρινθο, Γκεντ;»
Χρόνια πριν είχαν δραπετεύσει μαζί από τον δυσοίωνο τόπο των Τάφων στο νησί του Άτουαν –αυτή, μια μοναχική, νεαρή ιέρεια, κι αυτός, ένας πανίσχυρος μάγος. Τώρα πια, χήρα ενός αγρότη, εκείνη έχει επιλέξει μια απλή, κανονική ζωή, ενώ αυτός, ένας τσακισμένος άντρας, θρηνεί την χαμένη του δύναμη.
Στα νιάτα τους βοήθησαν ο ένας τον άλλο μες σε σκοτάδια και αναρίθμητους κινδύνους και μοιράστηκαν απίθανες περιπέτειες. Τώρα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να βοηθήσουν κάποιον άλλο που έχει ανάγκη. Ένα παιδί, σημαδεμένο στην ψυχή και το σώμα, με άγνωστο ακόμη το πεπρωμένο του.
Το Τεχάνου είναι το τέταρτο βιβλίο που διαδραματίζεται στο Αρχιπέλαγος της Γαιοθάλασσας. Κυκλοφόρησε το 1990, περίπου είκοσι χρόνια μετά την αρχική τριλογία, και έχει βραβευτεί με βραβεία Nebula και Locus.