Τα κείμενα του βιβλίου αναφέρονται σε σημαντικές πτυχές της εσωτερικής ζωής των αριστερόστροφων κινημάτων στην Ελλάδα της κρίσης, αν και υπερβαίνουν το συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
Στο πρώτο κείμενο εξετάζονται οι έμφυλες σχέσεις στο εσωτερικό των κινηματικών χώρων, αριστερών, αναρχικών και συνδικαλιστικών. Είναι άραγε ισότιμες οι σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών στους χώρους που διατείνονται πως αγωνίζονται ενάντια στην πατριαρχία και στις έμφυλες ανισότητες; Ανατρέπονται ή αναπαράγονται οι παραδοσιακοί έμφυλοι ρόλοι στο εσωτερικό τους;
Στο δεύτερο κείμενο επιχειρείται η ανασκευή της άποψης, σύμφωνα με την οποία τα κινήματα τύπου Occupy και Αγανακτισμένων δεν είχαν ηγεσία. Μια πιο προσεκτική ματιά στο «κίνημα των πλατειών» στην Ελλάδα μπορεί να εγείρει το ερώτημα: θα εξασφαλιζόταν η μαζικότητα, η συγκρουσιακότητα, η διάρκεια, το κοινωνικο-πολιτικό εκτόπισμα αυτού του κινήματος, ή τα καινοτομικά του χαρακτηριστικά, χωρίς τη συνδρομή των έμπειρων ακτιβιστών που προσήλθαν μαζικά και κατείχαν καθ’ όλη τη διάρκεια των κινητοποιήσεων θέσεις-κλειδιά;
Το τρίτο κείμενο εστιάζει στις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις μεταξύ ριζοσπαστών και ρεφορμιστών. Εντοπίζονται και αναλύονται τα μοτίβα αυτών των αντιπαραθέσεων μέσα από την εξέταση των (αντ)επιχειρηματολογιών σε εμβληματικές ιστορικές στιγμές, όπως η Ρωσική επανάσταση, ο Μάης του ’68, και η σύγκρουση Ελλάδας – ΕΕ το 2015. Συζητήσεις που στοιχειώνουν το ελληνικό και διεθνές αριστερό και αναρχικό κίνημα και στιγμές που διασταυρώνεται ο «σιδερένιος νόμος της πρωτοπορίας» με το «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας».
Το τέταρτο κείμενο εστιάζει σε μια πτυχή της εσωτερικής ζωής του αναρχικού χώρου, τις καταλήψεις. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι καταλήψεις έγκειται ακριβώς στο ότι πολιτικοποιούν την καθημερινή ζωή και τον ιδιωτικό χώρο. Οι καταλήψεις μετατρέπονται σε εργαστήρια «προεικονιστικής» πολιτικής, όπου κατασκευάζεται μια εικόνα του μέλλοντος. Σε αυτή την περίπτωση, η εσωτερική ζωή του κινήματος παύει να είναι μέσο και μετατρέπεται σε σκοπό. Όμως, το βίωμα της πολιτικοποίησης της καθημερινής ζωής συνυφαίνεται με αυξημένες μέριμνες, πειθαρχίες και κόστη, που βαραίνουν στις πλάτες των καταληψιών και τους/τις επηρεάζουν βαθιά, έως του σημείου να διαταράξουν τη σχέση μεταξύ μέσων και σκοπών.