H ελπίδα και η απελπισία αφορούν κατεξοχήν σε ενδο-ψυχικές και δι-υποκειμενικές καταστάσεις. Δεν περιορίζονται όμως σ’ αυτές. Ως ρεαλιστικές πλευρές μιας κίνησης για ολοκλήρωση του πένθους, μπορεί να είναι και έμπρακτες εκδηλώσεις μιας προσπάθειας να παραμένει το Εγώ σε συγκρότηση. Στην περίπτωση της απελπισίας, μέσα από ακραίες αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές όπως η αυτοκτονικότητα, στην περίπτωση της ελπίδας, κυρίως μέσα από την δημιουργική δράση. Όταν πάλι στηρίζονται στην άρνηση και στη ναρκισσιστική αναδίπλωση, οι ίδιες μπορεί να είναι όψεις μιας ατελούς ψυχικής εργασίας του πένθους.
Από το άλλο μέρος, τόσο η μία όσο και η άλλη, μπορεί να ενώνουν αλλά και να χωρίζουν. Μπορεί η μια να είναι το αποτέλεσμα της άλλης, ή η άλλη της όψη. Μπορεί να οδηγούν στην αλλαγή, αλλά και να καθηλώνουν. Μπορεί ο τρόμος της μιας να φέρνει την άλλη. Μπορεί να προκαλούνται από πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις αντικειμενικές, όπως οι κρίσεις –προσωπικές, συλλογικές ή κοινωνικές– όμως ενίοτε χαρακτηρίζονται και από στοιχεία υπερβολής, πολλές φορές παράλογης, που οδηγούν σε καινούριες και δύσκολα διαχειρίσιμες πραγματικότητες.
Πώς λοιπόν οι ψυχαναλυτικές θεωρίες και η κλινική της ομάδας μάς βοηθούν να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε αυτό που μπορεί να φέρνει την ελπίδα και την απελπισία, αλλά και αυτά που μπορεί να φέρνουν η ελπίδα και η απελπισία σε ομάδες, στην οικογένεια, σε θεσμούς, ψυχιατρικούς, εκπαιδευτικούς ή άλλους, αλλά και στην κοινωνία; Είναι βασικά ερωτήματα που απασχολούν τους συγγραφείς αυτού του βιβλίου.