H έννοια της επικινδυνότητας απασχολεί την εγκληµατολογική και ποινική θεωρία πάνω από έναν αιώνα, άλλοτε ως αυταπόδεικτη ιδιότητα του δράστη, άλλοτε ως «παιδική ασθένεια» της εγκληµατολογίας κι άλλοτε ως «στοιχείο πλαστό», µε αµφιλεγόµενη δικαιοκρατική συµβατότητα. Ωστόσο, παρά τις ενστάσεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί, πρόκειται για µία έννοια που επιδεικνύει τεράστια στον χρόνο αντοχή, γεγονός που επαληθεύεται από την εµφατική της επανάκαµψη στις σύγχρονες νεο-θετικιστικές προσεγγίσεις, στις θεωρίες για την εγκληµατική ροπή της λεγόµενης υπο-τάξης (underclass), στις θεωρήσεις που εξοµοιώνουν την αταξία µε το έγκληµα, σε εγκληµατο-προληπτικές και αντεγκληµατικές στοχεύσεις µε αναφορά στην αχρήστευση (incapacitation) των δραστών, αλλά και σε προτάσεις ενίσχυσης µίας προληπτικής ποινικής καταστολής ή ακόµα εισαγωγής ενός «ποινικού δικαίου του εχθρού» ή ενός «δικαίου των κινδυνοποιών». Η µελέτη ιχνηλατεί τις κοινωνικές, επιστηµολογικές και θεωρητικές καταβολές της επικινδυνότητας, αµφισβητώντας την επιστηµονική της βάση, ενώ ταυτόχρονα εξετάζει τον ρόλο και τη λειτουργία της στη νοµιµοποίηση συγκεκριµένων αντιλήψεων και θεσµικών πρακτικών.