Με την έκδοση και του τέταρτου τόμου ολοκληρώνεται ο Κατάλογος των γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης που εξέδωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης στη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών (1997–2020), με την επιμέλεια των Γ. Δεσπίνη, Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου και Εμμ. Βουτυρά. Το συλλογικό αυτό έργο υπήρξε καρπός ενός μεγάλου ερευνητικού προγράμματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της διευθύντριας του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης κατά τη δεκαετία του 1990 Ιουλίας Βοκοτοπούλου. Για την υλοποίησή του συνεργάστηκαν πανεπιστημιακοί καθηγητές, επιστημονικό προσωπικό του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και αρχαιολόγοι που υπηρετούν στο Αρχαιολογικό Μουσείο και στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης.
Σκοπός του έργου ήταν να μελετηθούν ενδελεχώς τα έργα γλυπτικής που είχαν ενταχθεί στη συλλογή του Μουσείου από την εποχή της συγκρότησής της έως το 1990. Στους τέσσερις τόμους παρουσιάζονται συνολικά 1.203 μαρμάρινα γλυπτά, που καλύπτουν χρονικό διάστημα σχεδόν 1.000 ετών, από το 500 π.Χ. περίπου έως το 500 μ.Χ., και προέρχονται κατά κύριο λόγο από τη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της και δευτερευόντως από την υπόλοιπη Μακεδονία και τη δυτική Θράκη. Πρόκειται για γλυπτά όλων των κατηγοριών, που λειτουργούσαν ως λατρευτικές εικόνες, ως αφιερώματα σε ιερά, ως σήματα στους τάφους, αλλά και ως «εξοπλισμός» σε αστικές κατοικίες. Καλύπτουν δηλαδή όλους τους κοινωνικούς τομείς μιας αρχαίας πόλης και προσφέρουν πλήθος πληροφοριών για τη θρησκεία, τις ταφικές αντιλήψεις και τον βίο, δημόσιο και ιδιωτικό, των ανθρώπων. Αυτό ισχύει κυρίως όταν είναι γνωστή η προέλευσή τους, δηλαδή το περιβάλλον στο οποίο λειτουργούσαν, ή όταν φέρουν επιγραφές, που αποτελούν πολύτιμα τεκμήρια για πρόσωπα, λατρείες ή κοινωνικούς θεσμούς. Μια άλλη πτυχή είναι η καλλιτεχνική αξία των γλυπτών, που φυσικά ποικίλλει ανάλογα με τις δυνατότητες του εκάστοτε παραγγελιοδότη. Συναντούμε ως εκ τούτου έργα «της σειράς», κατασκευασμένα σε τοπικά εργαστήρια, αλλά και έργα υψηλής καλλιτεχνικής στάθμης, τα οποία εισήχθησαν από άλλα καλλιτεχνικά κέντρα –κυρίως από την Αθήνα– και δείχνουν την οικονομική ακμή των πόλεων της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης στη διάρκεια της ελληνιστικής, αλλά κυρίως της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής εποχής (1ος–3ος αι. μ.Χ.).
Αυτή η μακροχρόνια και μεγάλης κλίμακας συλλογική προσπάθεια δημοσίευσης των γλυπτών του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης αποτελεί ένα σχεδόν μοναδικό για τη χώρα μας ολοκληρωμένο παράδειγμα ενός τέτοιου επιστημονικού εγχειρήματος. Αναδεικνύει την καλλιτεχνική και ιστορική αξία μιας κατηγορίας αρχαιολογικών ευρημάτων που αφθονεί στα ελληνικά μουσεία και προσφέρει στους ειδικούς επιστήμονες, αλλά και στο υποψιασμένο ευρύτερο κοινό, έναν τεράστιο πλούτο πληροφοριών για τον αρχαίο κόσμο.