«Σκυφτές περπατούσαν και ούτε κοίταζαν τον ουρανό που έλαμπε και έκανε τα λουλούδια πιο όμορφα από πριν, και ούτε σκέφτονταν τίποτε άλλο, παρά μόνο εκείνον, που ήταν τόσο διαφορετικός από τα δικά τους παλικάρια. Καημός μεγάλος μπήκε στις καρδιές τους και οι μέρες κύλησαν βουβές. Οι νύχτες ήταν μυστηριακές και γεμάτες προσμονή. Ο Νικολής κυκλοφορούσε στο μυαλό τους όπως το αίμα κυκλοφορούσε στις φλέβες τους. Γοργά, δυνατά, άτακτα! Τα όνειρά τους πλανήθηκαν σε κείνους τους τόπους, τους μακρινούς, στο μυαλό τους στήθηκαν εικόνες ωραίες και η ζωή τους πήρε άλλο χρώμα.
Μικρό το χωριό για να χωρέσει όνειρα πλασμένα σε καρδιές που λαχταρούσαν άλλη ζωή και άλλους άντρες.
Όμορφους, καλοντυμένους, ευγενικούς, που ήξεραν να μιλάνε καλά και να διηγούνται ωραία πράγματα.
Αχ, πόσο γρήγορα το ωραίο ή και το διαφορετικό σε τραβά προς το μέρος του! Πόσο πολύ ξυπνά μέσα σου πόθους και λαχτάρες και σε βασανίζει! Κι ύστερα το κακό είναι ότι δεν μπορείς να δεχτείς τίποτε από ό,τι έχεις ως τότε δει και ζήσει!
Εκεί στεκόντουσαν οι κοπέλες του χωριού και δεν μπορούσαν να σκεφτούν τα βάσανα και τις δυσκολίες που βρήκε, σαν βράχους, μπροστά του το μικρό παιδί, σαν ξεκόλλησε από την αγκαλιά της μάνας του. Και μήτε έβαζαν με το νου τους τι τράβηξε, ώσπου να φτάσει ως εκεί που στα μάτια τους φάνταζε παράδεισος.»