Το είδος των διακοπών που μελετά η Σούζαν Μπακ-Μορς στην Ελλάδα των δεκαετιών του 1970 και του 1980 αφορά την επίσκεψη σε έναν εξωτικό και μυθικό τόπο τον οποίο επιθυμεί ο τουρίστας (και τον οποίο αναπαράγει ως τέτοιο η τουριστική βιομηχανία) ώστε να αποδράσει από τον "εξορθολογισμένο" τόπο του καπιταλιστικού/ βιομηχανικού κέντρου από όπου προέρχεται. Η σχέση αυτή σταδιακά μετατρέπει τον υποτιθέμενο μη-νεωτερικό "παράδεισο" του τόπου απόδρασης σε έναν αντίστοιχα εξορθολογισμένο χώρο υποδοχής τουριστών, ο οποίος όμως συντηρεί τα χαρακτηριστικά του εξωτικού που του προβάλλει η τουριστική βιομηχανία, ως προσομοίωση. Εδώ έγκειται και η βαθιά αντίφαση που διακρίνει η Μπακ-Μορς στον τουρισμό: ένας τόπος πρέπει να παραμείνει υπανάπτυκτος προκειμένου να αποτελεί πόλο τουριστικής έλξης. Όπως η ίδια εξάλλου επισημαίνει:
Μολονότι ο τουρισμός δημιουργεί οικονομική "ανάπτυξη" στις χώρες υποδοχής, πρόκειται για μια ανάπτυξη η οποία είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες των τουριστών και όχι σε εκείνες των γηγενών πληθυσμών.
[...]
Ο μαζικός τουρισμός δεν μπορεί να πετύχει ως μακροχρόνια στρατηγική ανάπτυξης για μια χώρα, επειδή είναι ακριβώς η έλλειψη της ανάπτυξης που κάνει μια περιοχή θελκτική ως τουριστικό προορισμό.
Η συζήτηση με τη συγγραφέα που συνοδεύει το κείμενο έχει σκοπό να επικαιροποιήσει την ανάλυση και να διασαφηνίσει κάποιες θεωρητικές και μεθοδολογικές σκοπιές της. Συγχρόνως, η συζήτηση εστιάζει στην πολιτική όψη της μελέτης, ανοίγοντας ερωτήματα για το σήμερα, την Ελλάδα της λιτότητας και της κρίσης, μιας κρίσης δομικής και παγκόσμιας.