Ο Γκαίτε άρχισε να γράφει το "Ένας άνδρας πενήντα ετών" το 1807, λίγο προτού κλείσει τα πενήντα. Δημοσιεύθηκε πρώτη φορά δέκα χρόνια αργότερα σε συντομευμένη μορφή και επανεκδόθηκε το 1821, ενταγμένο πλέον στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος για τον Βίλχελμ Μάιστερ. Στη σημερινή, πολύ πιο εκτεταμένη της μορφή, η ουσιαστικά αυτοτελής αυτή νουβέλα είδε το φως της δημοσιότητας το 1829. Θέμα της έχει τη συναισθηματικά πολυτάραχη και βιωματικά σύνθετη εμπειρία του αρχόμενου γήρατος, σε μια εποχή όπου η ηλικία των πενήντα ετών θεωρείται γενικά ως αφετηρία της σωματικής και πνευματικής παρακμής και αποσύνθεσης· "γέρων τις πεντηκοντούτης" σημειώνει κάπου σε ανάλογο πνεύμα ο Παπαδιαμάντης. Συμβολικό είναι το επεισόδιο όπου ο ήρωας χάνει ένα μπροστινό δόντι του, προαισθανόμενος ότι το σώμα του διαλύεται πλέον εις τα εξ ων συνετέθη. Ο Γκαίτε θέτει ερωτήματα για την ψυχική και κοινωνική σημασία τού γήρατος και προβλέπει προφητικά τις επιπτώσεις που έχει στον σύγχρονο κόσμο μας ο συνδυασμός της φιλαρέσκειας με τις τεχνικές δυνατότητες της βιομηχανίας της ομορφιάς.