Ηλέκτρα: Υποφέρω από μια νοσταλγία του τίποτα Φέρω επάνω μου ό,τι δεν θέλει να θέλει Δεν ξέρω να πω Δεν θα έχει όνομα κι αν το ξέρω Υποφέρω από μιαν ακίδα στο δάχτυλο κι ένα καρφί στο μάτι Δεν θέλω να τα τραβήξω με την πείρα που έχω του Κύκλωπα, με τη βαρυθυμία του Σίσυφου όταν σηκώνει χέρι και πέτρα Προάγομαι απ` το σκοτάδι που κλέβω δεμένη σ` ένα βράχο του Καυκάσου, συμφιλιωμένη με τον αετό και το συκώτι Δεν είμαι ηρωίδα Τα μακρινά μου δάκρυα δείχνουν έναν άνθρωπο πολύ κοντά μας Υφαίνω σα σιναΐτης μοναχός τον σάκο μου Πελεκάνος στο κωδωνοστάσι του Αγίου Χάροντα θα τιμήσω τον θάνατο όταν έρθει η ώρα Τώρα, υποφέρω τη ζωή Δεν μ` έχουν δει να σκυθρωπεύω Θωπεύω ένα κουτσό σκυλί Μου παραστέκεται τις νύχτες όταν ουρλιάζω Δεν είμαι ό,τι ήμουν Δεν πρέπει να είμαι, διότι πως ο αετός και το σκυλί θα με αναγνωρίζουν; Πώς θα με ανέχεται το συκώτι μου; Υποφέρω από τα παραλειπόμενα Γιατί τα τοποθέτησες στο σκευοφυλάκιο κι από τότε εμφανίζονται συνεχώς εμπρός μου; Όχι όμως αυτά τα κλειδωμένα αλλά εκείνα που τα αντικατέστησαν Και πάει λέγοντας... Ορέστης: Φέρω προπορευόμενος όλα τα κουσούρια της μάνας μου που την άφησα πίσω μου Έμενα δεν θα μ` αφήσει κανείς πίσω Προπορεύομαι, γι` αυτό υποφέρω Βαδίζει μαζί η σκέψη μου Βαδίζεις κι εσύ πάλι στη σφενδόνη· και πάλι Γλίστρησες τον πέλεκυ κάτω απ` το μαξιλάρι και σ` ονειρεύομαι συνεχώς Πατάς πλάι μου χωρίς να μπορώ να σε πιάσω Από τις τσέπες σου βγάζεις ψίχουλα για το ταξίδι μου ως την Αθήνα Σε φωτίζει μια χρυσή αχτίδα που φύσηξε απ` το στόμα του ο θεός κατ` ευθείαν στην κόρη [...]