Κατά απροσδόκητο τρόπο τα "Παραμύθια της ελληνικής μυθολογίας" ιδωμένα μέσ’ από τα μάτια ενός ξένου, εξαιρετικά καταρτισμένου μελετητή της αρχαιότητας προσφέρουν στον έλληνα αναγνώστη μια αιφνιδιαστική οπτική γωνία για να συλλάβει καθρεφτισμένο το πρόσωπό του.
Λεπτομέρειες που κανείς δεν προσέχει υπό άλλες συνθήκες γίνονται εδώ αφυπνιστικές σπίθες στο ξετύλιγμα μιας ακόμη ελληνογονίας, ενός έπους που με το τραγούδι του μεταδίδει σε αθώους αναγνώστες το μικρόβιο της θρασύτατης στάσης-επανάστασης των Ελλήνων μπροστά στον κόσμο.
Η απόσταση που χωρίζει τον Βρετανό συγγραφέα από τα ελληνικά πράγματα μετατρέπεται στα χέρια του ελληνικού αναγνωστικού κοινού σε πλεονέκτημα, γιατί του επιτρέπει να φωτίσει αντικειμενικότερα αυτό που ασφαλώς νιώθει μέσα του πάντα, με δυσφορία ενίοτε, με περηφάνια άλλοτε: πως δυστυχώς, ευτυχώς ή κι εγώ δεν ξέρω πώς, είναι δικοί μου ετούτοι οι Έλληνες.
Όπως ο Περσέας. Ένας Περσέας με δεδομένη τη θεϊκή καταγωγή του που του παρέχονται τα δώρα των θεών αλλά εξαρτάται πάντα από τη φλόγα της ψυχής και την ευστροφία τού μυαλού το αν θα τα αξιοποιήσει ή όχι. Ωστόσο ο "ισόθεος" ήρωας παρουσιάζεται εδώ φτωχοντυμένος και περίγελος, παράτολμος, τρωτός και συχνά απελπισμένος. Είναι όμως αρκετά περήφανος ώστε να απορρίπτει την αιωνιότητα, προσφορά των Εσπερίδων, από καθαρή φιλοτιμία, για να μη φανεί στα μάτια θεών και ανθρώπων ότι αθέτησε το νεανικό του όρκο: να πραγματοποιήσει το απραγματοποίητο, να συντρίψει την κακία του κόσμου που ο μύθος βάζει να ξεπηδάει από τα μαγνητικά μάτια της Μέδουσας, την κακία που μεταμορφώνει αυτόν που την έχει σε τέρας και τα θύματά του σε πέτρα.