Στις σελίδες αυτές ζωντανεύει η καθημερινότητα μιας πολυμελούς και ξεχωριστής οικογένειας, με τις παραξενιές και τις εμμονές της, τις ιδιαίτερες ιεροτελεστίες και τις αγαπημένες φράσεις της. Ο πατέρας είναι γιατρός, απορροφημένος από την εργασία και το πάθος του για την πεζοπορία – όταν δεν εξωθείται σε οργισμένα ξεσπάσματα που πυροδοτούνται από την ανάρμοστη ομιλία, την κακή συμπεριφορά ή το λάθος ντύσιμο. Επιπλέον, ο Τζουζέπε Λέβι είναι Εβραίος, παντρεμένος με τη Λίντια η οποία είναι καθολική, κάτι που ωστόσο δεν έχει μεγάλη σημασία. Κατοικούν στο βιομηχανικό Τορίνο, όπου τα παιδιά τους, με το πέρασμα των χρόνων, ανοίγουν δικούς τους δρόμους προς τον γάμο, την επιστήμη, τη λογοτεχνία, την πολιτική. Όλα φαντάζουν εντελώς φυσιολογικά, μόνο που η συγκεκριμένη ιστορία εκτυλίσσεται στην Ιταλία του Μουσολίνι. Οι Λέβι, συν τοις άλλοις, είναι ακλόνητα αντιφασίστες. Κάτι που θα τους δυσκολέψει τη ζωή. Στον πυρήνα αυτού του αριστουργήματος βρίσκονται η οικογένεια και η γλώσσα, καθώς και η ίδια η αφήγηση, ως τρόπος επιβίωσης και ως μέσο κυριαρχίας. Το Οικογενειακό λεξικό έχει τη μορφή μυθιστορήματος, όμως τα όσα αναφέρονται εδώ είναι απολύτως αληθινά.
Κατέγραψα μονάχα όσα θυμόμουν. Γι’ αυτόν τον λόγο, εάν διαβάσει κανείς αυτό το βιβλίο ως χρονικό, θα προβάλει ενστάσεις σχετικά με τα αμέτρητα κενά που παρουσιάζει. Παρότι αντλεί από την πραγματικότητα, πιστεύω ότι πρέπει να διαβαστεί ως μυθιστόρημα: δηλαδή χωρίς να έχει κανείς ούτε λιγότερες ούτε περισσότερες απαιτήσεις απ’ ό,τι από ένα μυθιστόρημα. Υπάρχουν ακόμη πολλά πράγματα, που, παρότι τα θυμόμουν, απέφυγα να γράψω γι` αυτά· ανάμεσά τους, πολλά που με αφορούν άμεσα. Δεν επιθυμούσα ιδιαιτέρως να μιλήσω για μένα. Πράγματι, αυτή η ιστορία δεν είναι η δική μου ιστορία, αλλά, παρά τα κενά και τα χάσματα, πρόκειται για την ιστορία της οικογένειάς μου. Πρέπει να προσθέσω ότι, κατά τη διάρκεια της παιδικής και της εφηβικής μου ηλικίας, είχα πάντοτε την πρόθεση να γράψω ένα βιβλίο που να μιλά για τους ανθρώπους που ζούσαν τότε γύρω μου. Εν μέρει, τούτο το βιβλίο κάνει ακριβώς αυτό: μόνο εν μέρει όμως, διότι η μνήμη είναι ευμετάβλητη, και διότι τα βιβλία που αντλούν από την πραγματικότητα συχνά δεν απαρτίζονται παρά μόνο από ισχνές λάμψεις και θραύσματα όσων είδαμε και ακούσαμε.