Ακούγονται βήματα στη σκάλα. «Εμείς φεύγουμε κυρα-Καλλιόπη…» της φωνάζει από κάτω ο Στέλιος. Έτσι τη φωνάζει, με το όνομά της όταν θέλει να την πειράξει, δεν τη φωνάζει «μάνα». «Να πάτε στο καλό παιδί μου», λέει με τρεμάμενη φωνή. «Αντίο Στέλιο μου…». «Γιατί αντίο, στον πόλεμο πάω…», γελάει. «Καλύτερα να πήγαινες στον πόλεμο, θα ’χα έναν καημό…», ψιθυρίζει και σωριάζεται στην καρέκλα. Δεν έχει δύναμη να κάνει τίποτα. Θα περιμένει εδώ μέχρι να γυρίσει, να ακούσει με τ’ αυτιά της να της λέει πως θα φύγει, θα πάει να ζήσει με τη μάνα του. Ύστερα θα την ευχαριστήσει για όσα έκανε για εκείνον τόσα χρόνια και θα τη φιλήσει. «Το φιλί του Ιούδα», θα του πει. Ύστερα θα το μετανιώσει. Όχι, δεν είναι Ιούδας το παιδί της επειδή θα ζήσει με την πραγματική του μάνα. Το παράτησε βέβαια η πραγματική του μάνα για να ζήσει τη ζωή της, δεν είχε το κουράγιο να επιβάλει το παιδί της στον… «κύριο», ίσως κιόλας να του ’κρυψε πως είχε παιδί. Αλλιώς γιατί εμφανίστηκε τώρα, που ο άλλος έχει πεθάνει. Γιατί δεν ήρθε πρωτύτερα…