Η Εμμέλεια αγαπούσε πολύ τα παιχνίδια της. Για να μην της τα πάρει κανείς, τα έδενε όλα γύρω από τη μέση της με έναν σπάγγο. Αν και ήταν κουραστικό να περπατάει σέρνοντας τόσο βάρος, τα έπαιρνε μαζί της όπου κι αν πήγαινε. Ώσπου μια μέρα στο πάρκο, κάτι άλλαξε. Οι κόμποι λύθηκαν και τα παιχνίδια ελευθερώθηκαν. Ή μήπως ελευθερώθηκε η Εμμέλεια;