Ως τις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία οι χριστιανοί διώκονται.
Έκτοτε οι διωκόμενοι γίνονται διώκτες.
Αυτοκράτορες και χριστιανική εκκλησία επιβάλλουν τον χριστιανισμό ως τη μόνη θρησκεία του κράτους. Πολεμούν τους ετερόθρησκους αλλά και τους ετερόδοξους, όσους διαφωνούν με τη μία δογματική αλήθεια, την ορθοδοξία, που καθιερώνουν οι οικουμενικές σύνοδοι.
Αποδέχονται ως χρήσιμη την αρχαία ελληνική γραμματεία για την καλλιέργεια του λόγου, στο βαθμό που δεν υιοθετούνται ιδέες οι οποίες αντιβαίνουν στην ορθοδοξία και στο πολίτευμα.
Αν και η ελληνική γλώσσα αναγορεύεται επίσημη γλώσσα του κράτους, το όνομα Έλληνες ταυτίζεται με του ειδωλολάτρη και ως εθνώνυμο χάνεται. Οι ελληνόφωνοι πλέον πιστεύουν ότι είναι Ρωμαίοι.
Μόλις τον 13ο αιώνα αρχίζει ένας μικρός αριθμός μορφωμένων, στην κορυφή ή τις παρυφές της πολιτικής τάξης, να αναγνωρίζει τη δυναμική του ονόματος Έλληνες, τα κατορθώματα και τα επιτεύγματά τους. Οι προβληματισμοί τους δεν φτάνουν πέρα από τον κύκλο τους.
Τους επόμενους τρεις αιώνες, πριν και μετά την Άλωση, λόγιοι της Ανατολής ενισχύουν το κίνημα του ουμανισμού στη Δύση, τη στροφή στους αρχαίους.
Συνέχεια αποτελούν στην Ευρώπη, όχι κι εκεί χωρίς εμπόδια, η επιστημονική επανάσταση (από τον 16ο αι.), ο διαφωτισμός (18ος αι.), η Γαλλική επανάσταση, ο εθνικισμός και άλλα κινήματα.
Από όσους αφήνουν το Οθωμανικό κράτος κι έρχονται στην Ευρώπη, προέρχεται η πρωτοπορία που προετοιμάζει τον αγώνα της απελευθέρωσης.
Το 1821 αρχίζει με την επίκληση του ονόματος Έλληνες και της ιστορίας τους. Είναι κι αυτή μια μεγάλη ρήξη με το παρελθόν, μια επανάσταση. Το εθνώνυμο Έλληνες, το χαμένο όνομα, γίνεται το σημείο αναφοράς. Μετά 1500 χρόνια.