Η περίπτωση του Θανάση Βαλτινού αποτελεί ένα φαινόμενο στη λογοτεχνία μας αλλά και στα πολιτιστικά πράγματα της εποχής μας. Ο άνθρωπος που θα θελήσει να το μελετήσει, θα σκοντάψει σε τόσες κριτικές, επώνυμων και ανώνυμων, τόσες στήλες εφημερίδων, περιοδικών και ιστοσελίδες, που εκθειάζουν το έργο του, το οποίο δεν έχει σχεδόν ποτέ και πουθενά μειονεκτήματα, ώστε θα αναγκαστεί να σηκώσει ψηλά τα χέρια και να παραμείνει άφωνος.
Θα σκοντάψει, έπειτα, σε τόσες συνεντεύξεις του συγγραφέα, όλα αυτά τα χρόνια, όσες δεν έχει αξιωθεί κανένας άλλος λογοτέχνης, ακόμη και οι νομπελίστες μας. Θα μπερδευτεί, ακόμη, από τόσα μοντερνιστικά και μεταμοντέρνα έργα, ώστε να νιώσει πολύ γερασμένος κι οπωσδήποτε ξεπερασμένος από τις σύγχρονες εξελίξεις της ελληνικής πολιτιστικής ζωής, που θα πιστέψει πως έχει αφήσει πίσω ακόμα και τη Δύση σε υπερμοντερνισμό. Θα υποχρεωθεί, παράλληλα, να κάνει δεκάδες αναθεωρήσεις όσων πίστευε μέχρι τώρα: για το τι είναι μυθιστόρημα, τι είναι μυθοπλασία, τι είναι ιστορία, τι είναι γλώσσα, τι είναι γραφή, ποιος είναι ο ρόλος του συγγραφέα, ακόμη κι όταν δεν γράφει. Θα υποχρεωθεί ακόμη να μεταβάλει γνώμη για την Ακαδημία μας, που δεν ήταν και δεν είναι αυτή που γνωρίζαμε και πιστεύαμε μέχρι τώρα, καθώς και να υιοθετήσει ένα νέο ορισμό για την Αριστερά και τον αριστερό, την Εθνική Αντίσταση και τον ταγματασφαλίτη, τον Εμφύλιο και τη λευκή τρομοκρατία. Πρόκειται, λοιπόν, για φαινόμενο που αλλάζει, αν δεν έχει ήδη αλλάξει, τη ζωή μας και όσα ξέραμε για τη λογοτεχνία και τον κόσμο ολόκληρο. Δεν θα έπρεπε, επομένως, να ασχοληθεί κανείς μαζί του, έστω και διακινδυνεύοντας να δεχθεί όλα τα πυρά της πνευματικής μας ελίτ και των διανοουμένων;