Ανοίγει τα μάτια της απότομα, το σεντόνι κολλημένο πάνω της, το μαξιλάρι να βράζει, το ρολόι να δείχνει δέκα και είκοσι, και η ησυχία του δρόμου να προμηνύει μια ελαφρώς δυσοίωνη Κυριακή.
Στην ιστορία της Μαριαλένας Σεμιτέκολου, όλα κινούνται με ήρεμους ρυθμούς· δεν συμβαίνει τίποτα, κι όμως συμβαίνουν τα πάντα... Δημιουργείται ένα υποδόριο σύμπαν που ο πυρήνας του «βράζει», παρά τη φαινομενική απλότητα με την οποία αποτυπώνονται η διαχείριση της καθημερινότητας και η αποδοχή της από τον κεντρικό χαρακτήρα, τη Μαρίνα.
To βιβλίο φωτίζει όλα εκείνα μέσα από τα οποία η συγγραφέας βλέπει τον κόσμο, όπως τις Κυριακές, το καλοκαίρι.