Η Φιγαλία άνοιξε την ομπρέλα της κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού τον Σωτήρη. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν, συμφώνησαν, βγήκαν από το χαγιάτι κι εκείνος έχωσε το κεφάλι κάτω από τη μικρη ́κοριτσίστικη ομπρέλα της. Δεν τον ένοιαζε που βρεχόταν ο μισός. Χαιρόταν που ο άλλος μισός ήταν δίπλα της. Τον πλημμύριζε, εκτός απ’ τη βροχή, και μια κρυφη ́χαρά που αυτό το κορίτσι, που το ποθούσαν όλα τα αγόρια, διάλεξε εκείνον ειδικά να πάρει μαζί του σ’ έναν έστω και σύντομο περίπατο κάτω απ’ τη βροχή...
Τα όνειρα για το μέλλον, αλλά και η ίδια η ζωή μιας μικρής ομάδας νεαρών από τη Δερβιτσιάνη της Eλληνικής Mειονότητας της Αλβανίας που φοιτούν στο Λύκειο Αργυροκάστρου καταστρέφονται μεμιάς όταν καταλήγουν στα υπόγεια της Ασφάλειας, κατηγορούμενοι για τις αφελείς προκηρύξεις που είχαν μοιράσει κατά του καθεστώτος.
Θέμα του μυθιστορήματος είναι τα αβάσταχτα σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια, τα πολυετή καταναγκαστικά έργα στα σκοτεινά ορυχεία, η αφόρητη ζωή στα στρατόπεδα και οι τραγικές συνέπειες σε περίπτωση απόδρασης, οι επίμονες προσπάθειες στρατολόγησης φυλακισμένων ως συνεργατών της Ασφάλειας, κι ένας ελληνισμός που ασφυκτιά και βογκά χωρίς να τον ακούει κανείς.
Ένα μυθιστόρημα για τη μάχη της δημοκρατίας κατά του ολοκληρωτισμού, για το ίδιο το νόημα της ζωής, που στο τέλος συνεχίζει και θριαμβεύει.