Καθώς η όρασή της προσαρμόστηκε, γεμάτη περιέργεια κοίταξε γύρω της. Μπροστά της έστεκαν επτά νέες, όμορφες και μελαχρινές γυναίκες. Φορούσαν λευκά και διάφανα πέπλα που τόνιζαν το καλλίγραμμο σώμα τους. Είχαν σταματήσει να χορεύουν και την κοιτούσαν με έντονο βλέμμα,
κάνοντάς τη να νιώθει ανεπιθύμητη.
«Τι κάνεις εδώ;» τη ρώτησε επιτακτικά εκείνη που φαινόταν ότι ήταν η αρχηγός τους. «Η θεά σου βρίσκεται σε κίνδυνο. Σε χρειάζεται! Αλλά εσύ βρίσκεσαι εδώ. Γιατί;»
συνέχισε πιο έντονα.
Στο άκουσμα αυτών των λέξεων την έπιασε πανικός. Ήθελε να τρέξει προς τη θεά της. Κοιτούσε έντρομη αριστερά και δεξιά, δεν ήξερε πού να πάει ή τι να κάνει.
Εκείνη που της μίλησε προηγουμένως, της έκανε νόημα να την ακολουθήσει. Βγήκαν από το ξέφωτο, πέρασαν μέσα από τα υφάσματα και βρέθηκαν πάλι στο υπνοδωμάτιό της. Ύστερα, με μία κίνηση του χεριού της, της έδειξε ένα σημείο στο πάτωμα.
Αμέσως, άρχισε να σκάβει με χέρια της. Πότε χτυπούσε με γροθιές, πότε έξυνε με τα νύχια της σπάζοντάς τα ένα-ένα. Κοίταξε με ικετευτικό βλέμμα τις γυναίκες
για να τη βοηθήσουν.
«Είμαστε ιέρειες άλλης θεότητας. Αυτή είναι δική σου δουλειά. Δικό σου καθήκον» αποκρίθηκε η αρχιέρεια.