Οι δεκατρείς σύγχρονες ιστορίες του βιβλίου βασίζονται σε ρήσεις μεγάλων φιλοσόφων και διανοουμένων (Σοφοκλής, Kierkegaard κ.ά.). Καθώς ο αναγνώστης διαβάζει τις ιστορίες παραμερίζει ασυναίσθητα τη θλίψη του και τους φόβους του κι αρχίζει ν ανασαίνει. Μπορεί ακόμα και ν’ αντλήσει αισιοδοξία ανακαλύπτοντας ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος που αν τον ακολουθήσει θ’ αλλάξει δραστικά η πορεία της ζωής του. Είναι ο δρόμος της καρδιάς και της επιλογής.
(…) Κατέβασε τα πόδια απ’ το τραπεζάκι, σηκώθηκε κι έτρεξε γρήγορα να φέρει το νεσεσέρ των νυχιών. Δεν ήθελε να χάσει τη συνέχεια. Η οθόνη είχε σκοτεινιάσει. Τους έδειξαν να βγαίνουν από ένα μπαρ. Ήταν το τρίτο όπως άφησαν να εννοηθεί. Οι σκληρές γαλαζωπές ανταύγειες της επιγραφής νέον του μπαρ έκαναν το άσπρο ατσαλάκωτο πουκάμισο του καριόκας να φαίνεται ανοξείδωτο.
(…) Ο τελώνης μέσα από εξαντλητικές ερωτήσεις κατάλαβε ότι οι κατηγορίες ήταν αστήρικτες. Επρόκειτο απλώς για φήμες που συνοδεύουν κατά κανόνα κάθε ξένο που αναζητάει την τύχη του σε άλλο τόπο και που, όπως παραδέχτηκε κι ο ίδιος ο ψαράς, μπαίνουν στ’ αυτιά μας ακάλεστες.
(…) «Ορισμένα από τα ευφυή συνθήματα που είναι γραμμένα στους τοίχους μέχρι το σταθμό είναι δικά σου; Ένα “respect me” με κόκκινα γράμματα είναι δικό σου;»
«Ναι».
«Ποιος θέλεις να σε σεβαστεί;»
«Όλοι. Και πρώτος ο άντρας μου που φεύγει με το φουσκωτό του -έχουμε ένα εξοχικό στην Κινέτα- δήθεν για να ψαρέψει και γυρίζει μιάμιση μέρα μετά. Πού χάνεται; Εγώ έμαθα από τον ψαρά του διπλανού χωριού ότι αγοράζει ποσότητες από τσιπούρες, γόπες και σαργούς. Είναι η ψαριά που μου παρουσιάζει για δική του για να μου ρίχνει στάχτη στα μάτια».