Όταν έφυγε ο πατέρας μου, ήταν τα μαγικά χέρια του αδελφού μου που με κινούσαν πίσω από τον φωτισμένο μπερντέ. Πρώτος έβγαινα στην παράσταση, με κέφι και ζωντάνια. Μη νομίζετε πως δεν είχα βάσανα και προβλήματα, άνεργος και πεινασμένος όπως τόσοι και τόσοι που προσπαθούν για την καθημερινή επιβίωση. Έβλεπα την αδικία γύρω μου και τις βαριές καρδιές και προσπαθούσα να μη χάσω την αισιοδοξία και την αγάπη για τη ζωή. Κατάφερνα με την τέχνη που έβαλε σ’ εμένα ο αδελφός μου να βρίσκω λόγια που έδιναν παρηγοριά κι ελπίδα, ώστε οι άνθρωποι να χαμογελούν και να μπορούν να πιστέψουν σε καλύτερες μέρες.