Ώσπου η φωνή της μάνας του, τον φώναζε μετ` όνομά του, Μιχάλη, παρατείνοντας το ήτα για κάμποσο. Αμέσως μετά φώναζε τ` όνομα του αδελφού του. Κι αυτός συνέχιζε να κυλάει το τσέρκι του. Ήταν τόσο συναρπαστικό, γιατί διαρκώς εκινείτο, πήγαινε πάντα παρακάτω, αναπηδούσε στα χαλίκια. Ποτέ δεν σταματούσε κι αυτός το βοηθούσε να μην πέσει. Έτσι έσωζε τον εαυτό του από τη σκόνη του δρόμου, που πριν κατακαθήσει και τον σκεπάσει, είχε πια φύγει. Το τσέρκι του ήταν που τον έσωζε από την κίτρινη σκόνη. Το τσέρκι έτρεχε γρηγορότερα απ` τη σκόνη. Κι αυτός έτρεχε πιο γρήγορα απ` τη σκόνη. Κι η φωνή της μάνας του απομακρυνόταν κάμποσο, αλλά έφτανε πάντα στ` αυτιά του.
Και τώρα νόμιζε πως την άκουγε: "Μιχάλη μου, μικρό μου αγόρι". Ναι, ήταν σίγουρος πως την άκουγε. Έλεγε τόσο γλυκά το λάμδα, τόνιζε τόσο πολύ το άλφα κι έμενε για λίγο στο χι. Ένα χι αναθεματισμένο που διέγραψε όλη τη μνήμη. Ένα λάμδα που την επανέφερε. Προσωρινά. Για λίγο.
Παρακαλώ, συμπληρώστε το email σας και πατήστε αποστολή.