Ένα μικρό, ποιητικό μυθιστόρημα, γραμμένο στη λογική των αποσπασμάτων· ένα μικρό, απροσδόκητο ταξίδι αναζήτησης του εαυτού και του άλλου· μια παραβολή για τα κενά διαστήματα όλων των εξωτερικών και εσωτερικών ερήμων.
«Άλλοι τους καίνε τους νεκρούς, εμείς εδώ τους θάβουμε. Ακολουθούμε τη νεκροφόρα σιωπηλοί στο κοιμητήριο σαν μια παρέλαση βωβή γυμνοσαλιάγκων. Καμιά φορά βρέχει. Άλλοτε όχι. Όταν κάποτε φτάνομε, ο ιερέας ψέλνει τη νεκρώσιμο ακολουθία, οι συγγενείς κλαίνε κι οι νεκροθάφτες κατεβάζουν αργά το άψυχο φορτίο τους στο χώμα. Κάποτε έχεις την αίσθηση πως κρύβεις στο χώμα κάτι για να το ξαναβρείς μετά από χρόνια, έναν μικρό Τουταγχαμών, όπως τότε παιδιά που κρύβαμε τα δόντια που μας πέφτανε σε κάποιαν αμυχή στον τοίχο. Έπειτα ο καθένας ρίχνει μια φούχτα χώμα γης στο χώσμα. Κάποιοι άλλοι κανένα λουλούδι. Παραμερίζουν τα σύννεφ’ αργά. Εγώ πάλι απ’ τη μεριά μου παραμένω πάντοτ’ έκθαμβος απ’ το τι μπορεί να εγκλείει ένας χώρος τόσο μικρός σαν τον ήλιο. Εν συνεχεία ο ιερέας φεύγει και η ομήγυρη διαλύεται αργά σιωπηλή υποβασταζόμενη κάποτε νωχελικά σαν σαρανταποδαρούσα που απλώνει τ’ αποσπασμένα μέλη της στον ήλιο. Μια τέτοια μέρα είναι που…»