Νοέµβριος 1973. Η Μαίρη είναι 23 χρονών, τελειόφοιτη της Αρχιτεκτονικής. Λίγες ώρες πριν κορυφωθούν οι µάχες µε την αστυνοµία και τον στρατό, µαθαίνει ότι είναι έγκυος. Ο πρώτος που πρέπει να το µάθει είναι ο Δήµος, του οποίου η φωνή αντηχεί από τα µεγάφωνα στην πολιορκηµένη πόλη. Κι όταν προσπαθεί να διαπεράσει τον κλοιό που περικυκλώνει τους καταληψίες φοιτητές, η Μαίρη συλλαµβάνεται. Αρνούµενη να αποκαλύψει ακόµη και το όνοµά της, θα βρεθεί, µαζί µε άλλες πέντε γυναίκες κι ένα µικρό παιδί, στο νησί της εξορίας.
«Αν σταθώ στις µύτες των ποδιών φτάνω µέχρι το παράθυρο, µεγάλο σαν µια κόλλα χαρτί. Ακριβώς από κάτω υπάρχουν υγρές γραµµές – σαν να ιδρώνει ο τοίχος. Το παράθυρο είναι στην πίσω γωνία, κάτω από την οροφή. Μάλλον φεγγίτης και όχι παράθυρο· όσο λιγότερο, τόσο το καλύτερο. Αν κοιτάξω έξω βλέπω τους τάφους και πιο πέρα τα ατελείωτα µίλια της θάλασσας. Μερικές φορές γκρίζα, µερικές φορές αστραφτερή σαν ατσάλι, τις περισσότερες µπλε ή πράσινη και ταραγµένη. Αν κλείσω το παράθυρο, κλείνω έξω και την αύρα, αν και όταν φυσάει ο γάντζος γδέρνει εκνευριστικά τον τοίχο. Γι’ αυτό τον έχω τυλίξει µε γάζα. Αυτό το κόλπο βοηθάει για λίγο, αλλά µετά ξαναρχίζει. Διαφορετικά, το µόνο που ακούγεται είναι τα κύµατα. Βροντάνε µε τέτοια κανονικότητα, που ο ήχος τους έχει γίνει πλέον ένα µε το σώµα µου. Κάθε κύµα που σκάει ανασαίνει µέσα µου σαν τεράστιο πνευµόνι».