Η Μπέττυ είναι από τα ωραιότερα «ψυχολογικά - σκληρά» μυθιστορήματα του Σιμενόν, όπως ο ίδιος τα αποκαλούσε. Ο μεγάλος σκηνοθέτης του γαλλικού σινεμά Claude Chabrol γύρισε μια από τις καλύτερες ταινίες του με βάση το βιβλίο, με τη
Marie Trintignant και τη Stéphane Audran στους κεντρικούς ρόλους, το 1992.
Περιγραφή
Θυμόταν το αυτοκίνητο, το μαλακό και δροσερό δέρμα των καθισμάτων, τη βροχή στο παρμπρίζ και τα θαμπωμένα τζάμια όπου έκανε μηχανικά διάφορα σχήματα με την άκρη του δαχτύλου της.
Ξανάφερνε στο νου της την πόλη, τα φώτα που συρρικνώνονταν σε κάθε σταγόνα
νερού, μετά τους φάρους των αυτοκινήτων, στον αυτοκινητόδρομο. Θα μπορούσε να διηγηθεί με την παραμικρότερη λεπτομέρεια, σαν να βρισκόταν μπροστά σ’ έναν
ανακριτή ή σ’ έναν γιατρό, όλα όσα συνέβησαν από τότε. […]
Δεν ήξερε τί ώρα ήταν. Εδώ και τρία μερόνυχτα δεν ήξερε καθόλου την ώρα, και
το φώς της ημέρας όπως και το σκοτάδι της νύχτας δεν είχαν πλέον καμία σημασία.
Όλα ήταν μπερδεμένα. […]
Απέναντι της, η μελαχρινή γυναίκα μιλούσε χαμηλόφωνα και έβγαζε έναν ήχο παρόμοιο με μουρμουρητό προσευχών σε εκκλησία.
Άραγε εκείνη, που ήταν και γυναίκα γιατρού επιπλέον, δεν ήξερε ότι η Μπέττυ δεν έπρεπε να πιεί, ότι είχε ήδη πιει πάρα πολύ, ότι σωματικά και ψυχικά είχε φτάσει στα όριά της ;
Ζούσε ήδη αλλού. Ήταν σίγουρη ότι μια καινούργια ζωή άρχιζε γι’ αυτήν, ότι είχε ήδη αρχίσει, ή σχεδόν, αλλά ήταν ακόμη εύθραυστη, ακαθόριστη.
Η ΜΠΕΤΤΥ έχει διαλύσει τη συμβιβασμένη ζωή της, σχεδόν προκαλώντας την καταστροφή της. Βυθίζεται σ’ ένα τραγικό ξόδεμα με αλκοόλ και τυχαίους άντρες. Χάνει τον εαυτό της σε ένα παιχνίδι ορίων. Ώσπου μια ώριμη, γοητευτική γυναίκα, η Λωρ, την περιμαζεύει μια νύχτα σ’ ένα επαρχιακό εστιατόριο, κι αρχίζει μεταξύ τους μια παράξενη σχέση φροντίδας και εξάρτησης…
Η Μπέττυ είναι από τα ωραιότερα «ψυχολογικά - σκληρά» μυθιστορήματα του Σιμενόν, όπως ο ίδιος τα αποκαλούσε. Ο μεγάλος σκηνοθέτης του γαλλικού σινεμά Claude Chabrol γύρισε μια από τις καλύτερες ταινίες του με βάση το βιβλίο, με τη
Marie Trintignant και τη Stéphane Audran στους κεντρικούς ρόλους, το 1992.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Ο Ζωρζ Σιμενόν, Βέλγος γαλλόφωνος συγγραφέας, γεννήθηκε στη Λιέγη το 1903. Αποφάσισε από νωρίς να αφοσιωθεί στη συγγραφή. Στα δεκαέξι του χρόνια έγινε δημοσιογράφος στη La Gazette de Liège. Το πρώτο μυθιστόρημά του, που το υπέγραψε με το ψευδώνυμο Georges Sim, εκδόθηκε το 1921: Au pont des Arches, petite histoire liégeoise. Το 1922 εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του, τη ζωγράφο Ρεζίν Ρανσόν, στο Παρίσι, όπου έγραψε ιστορίες και μυθιστορήματα σε σειρές, κάθε λογοτεχνικού είδους. Μεταξύ του 1923 και του 1933 δημοσιεύτηκαν σχεδόν διακόσια μυθιστορήματά του, πάνω από χίλιες ιστορίες και απειράριθμα άρθρα του.
Το 1929 ο Σιμενόν σχεδιάζει τον πρώτο Μαιγκρέ: Πιετρ ο Λετονός. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Fayard το 1931 και ο επιθεωρητής Μαιγκρέ έγινε σύντομα εξαιρετικά δημοφιλής. Ο Σιμενόν έγραψε συνολικά εβδομηνταδύο περιπέτειες με τον Μαιγκρέ (καθώς και πολλές συλλογές διηγημάτων – μέχρι τον τελευταίο Μαιγκρέ το 1972, Ο Μαιγκρέ και ο κύριος Σαρλ).
Λίγο αργότερα, ο Σιμενόν άρχισε να γράφει αυτά που ονόμαζε «μυθιστορήματα - μυθιστορήματα» ή «σκληρά μυθιστορήματα»: πάνω από εκατόν δέκα τίτλους, από το Ξενοδοχείο της Αλσατίας (1931) μέχρι τους Αθώους (1972), με πιο γνωστά τα έργα Το σπίτι στο κανάλι (1933), Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν (1938 − Άγρα, 2004), Ο δήμαρχος της Φυρν (1939), Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι (1940 − Άγρα, 2011), Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν (1946 − Άγρα, 2007), Γράμμα στον δικαστή μου (1947), Το χιόνι ήταν βρόμικο (1948 − Άγρα, 2011), Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ(1956 − Άγρα, 2009), Η φυγή του κυρίου Μοντ (1945 − Άγρα, 2012) , Ο θάνατος της Μπελλ (1952 − Άγρα, 2012), Ο Γάτος (1967 − Άγρα, 2010) , Σεληνιασμός (1933 − Άγρα, 2013), Στριπτήζ (1958 − Άγρα, 2015), Ο άνθρωπος από το Λονδίνο(1933 − Άγρα, 2014), Μπέττυ (1961 − Άγρα, 2016) κ.ά.
Παράλληλα με αυτή την εντατική λογοτεχνική δραστηριότητα, ταξιδεύει συνεχώς· εγκαταλείπει το Παρίσι και εγκαθίσταται στη Σαρέντ και κατόπιν, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, στη Βαντέ. Το 1945 αφήνει την Ευρώπη για την Αμερική, όπου θα διαμείνει δέκα χρόνια. Επιστρέφει έπειτα στη Γαλλία και εγκαθίσταται οριστικά στην Ελβετία. Από το 1972 αποφασίζει να σταματήσει το γράψιμο. Με τη χρήση ενός μαγνητοφώνου αφοσιώθηκε έκτοτε στις εικοσιδύο Υπαγορεύσεις του και κατόπιν συνέταξε τα ογκώδη απομνημονεύματά του Mémoires intimes (1981). Πέθανε στη Λωζάννη το 1989. Πολλά μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.