Είκοσι ένα µυθιστορήµατα σε πολλαπλές ανατυπώσεις. Έξι βιβλία ποιητικής πρόζας. Δύο δοκιµίου (Beckett, Ελύτης). Θεατρικά της έργα έχουν παιχτεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αµέτρητες συνεργασίες σε εφηµερίδες και περιοδικά. Επίσης, έχει γράψει ποίηση, δώδεκα ποιητικές συλλογές και τον συγκεντρωτικό τόµοΜαζεύω τα υπάρχοντά µου. Βιβλία της έχουν µεταφραστεί και εκδοθεί στα γαλλικά, σουηδικά και αγγλικά και διδάσκονται σε πανεπιστήµια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Έξι διδακτορικές εργασίες έχουν γίνει πάνω στα βιβλία της, στα πανεπιστήµια Αθηνών, Πάτρας και Μπάρι. Είναι πτυχιούχος του Παντείου και της Σορβόννης, όπου, µε υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης, σπούδασε αισθητική και ιστορία θεάτρου. Πατρίδα της η Λήµνος φιλτάτη. Πήραν την Πόλη, πήραν την... είναι το ιστορικό µυθιστόρηµα που µίλησε στην ψυχή του αναγνώστη. Ίσως γιατί ο σηµερινός άνθρωπος, της παγκοσµιοποίησης και της αβεβαιότητας, αισθάνεται την ανάγκη να βρει τις ρίζες του και την ιστορία του, την καθαρότητα της ελληνικότητάς του.
«Προσπάθησα να δώσω στον ήρωά µου, τον Πορφύριο, κάποιες µαγικές ιδιότητες, µυθικές. Γιατί τα πρόσωπα που περνούν στις διαστάσεις του θρύλου είναι τρισµέγιστα. Κι εγώ έπρεπε να εναρµονίσω στις ίδιες αναλογίες τα δικά µου πρόσωπα του µύθου, αυτά που έπλασα, για να µπορούν να σταθούν πλάι στα πραγµατικά. Πιστεύω πως ο µύθος µου ο πολύ ανθρώπινος έκανε το ογκώδες αυτό µυθιστόρηµα να αγαπηθεί έτσι όπως αγαπήθηκε από τους αναγνώστες. Παράλληλα µε τα τραγικά ιστορικά γεγονότα, ξετυλίγεται το ανθρώπινο δράµα του ήρωά µου, το υπαρξιακό του δράµα, σαν µια αναγωγή στην οδυνηρή περιπέτεια ολόκληρου του θυσιασθέντος ελληνισµού».
Ύστερα από είκοσι χρόνια και είκοσι δύο επανεκδόσεις, το κλασικό πλέον έργο της Μαρίας Λαµπαδαρίδου Πόθου σε µια νέα διαδροµή στον Χρόνο. Το Πήραν την Πόλη, πήραν την… ζωντανεύει τις τελευταίες ηµέρες της σπαρασσόµενης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Λεπτό προς λεπτό καταγράφει τις πενήντα επτά ηµέρες πολιορκίας της Βασιλεύουσας έως την Άλωση. Με τη δύναµη του ποιητικού ενορατικού λόγου, αλλά και µε αναλυτική διείσδυση και θέση έναντι της ιστορίας, η συγγραφέας δίνει την ύστατη αγωνία, τον ύστατο αγώνα, που στάθηκε ορόσηµο στη νεότερη ιστορία του ελληνισµού. Όµως, πέρα από αυτό, και µε µυθικό άξονα τον ήρωά της, δίνει τη συγκλονιστική πορεία της παρακµής του Βυζαντίου, καθώς και την οδυνηρή περιπέτεια του ελληνισµού µετά την καταστροφή.
«Είναι µεγάλη η συγκίνηση που νιώθω, καθώς, ύστερα από είκοσι χρόνια, το µυθιστόρηµα αυτό ξεκινά το νέο ταξίδι του στον Χρόνο. Αισθάνοµαι σαν να το έγραψα χτες. Τόσο ζωντανή στη σκέψη µου η κάθε λέξη του. Η κάθε στιγµή αγωνίας που χαράχτηκε µέσα στο µυαλό µου σαν όρκος. Με τέτοια δύναµη γράφτηκε. Όπως έχω ήδη πει, εκείνο που µε ενδιέφερε ήταν να βρω αυτό που σχεδόν πάντα µένει έξω από την ιστορία: Το πάθος, το θαύµα, τον όρκο της ψυχής, το ρίγος. Να βρω το µεγαλείο εκείνων των τραγικών πολιορκηµένων, που η θυσία τους, ο τιµηµένος θάνατος που επέλεξαν, έγινε σύµβολο στη συνείδηση του Γένους. Και όλα αυτά προσπάθησα να τα περάσω µέσα από την οδύνη της Μιας Συνείδησης, της Μιας µοναχικής κραυγής, αυτής του ήρωά µου, του νεαρού πολεµιστή από τη Λήµνο. Μόνον έτσι η ιστορία µπορεί να γίνει προσωπική µας αλήθεια. Να φτάσει στην υπέρβαση και στην αυτογνωσιακή κάθαρση».