Ένα από τα πρώτα έργα του «ντετέκτιβ» μυθιστοριογραφίας με μια αφήγηση υφασμένη από πολλούς χαρακτήρες. Ο Wilkie Collins στο περίφημο μυθιστόρημά του βασίστηκε εν μέρει σε ένα πραγματικό περιστατικό απαγωγής και παράνομου εγκλεισμού τον δέκατο έκτο αιώνα. Το 1860, η ιστορία προκάλεσε αίσθηση στους αναγνώστες της, τραβώντας την προσοχή τους με τη φανταστική πρώτη σκηνή όπου η μυστηριώδης «Γυναίκα με τα Λευκά» Anne Catherick συναντά τον Walter Hartright.
Η Γυναίκα με τα Λευκά συνδυάζει επιτυχώς μυστήριο, ρομαντισμό, αγωνία και γοτθικά στοιχεία, ενώ εξισορροπεί μια σφιχτή και έντονη πλοκή με δυνατούς χαρακτήρες και δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι παρέμεινε τόσο δημοφιλής μέχρι σήμερα.
Βαδίζοντας αργά στον μοναχικό δημόσιο δρόμο, σε μια στιγμή, πάγωσε το αίμα μου από το ξαφνικό ελαφρύ άγγιγμα ενός χεριού στον ώμο μου από πίσω. Γύρισα ακαριαία με τα δάχτυλά μου να σφίγγονται στη λαβή του μπαστουνιού μου. Εκεί, στη μέση της φαρδειάς φωτεινής δημοσιας –εκεί, σαν να είχε εκείνη τη στιγμή ξεφυτρώσει από τη γη ή να έπεσε από τον ουρανό– στεκόταν η μοναχική μορφή μιας Γυναίκας, ντυμένης από πάνω μέχρι κάτω στα λευκά. Το πρόσωπό της έγερνε προς το μέρος μου και με παρατηρούσε σοβαρό, ενώ το απλωμένο χέρι της έδειχνε προς το σκοτεινό σύννεφο πάνω απ’ το Λονδίνο.
Είχα μείνει άναυδος απ’ την έξαφνη παρουσία μέσα στη νύχτα, σ’ εκείνο το έρημο μέρος, αυτής της αλλόκοτης μορφής που στεκόταν μπροστά μου, για να μπορέσω να ρωτήσω τί ήθελε. Η παράξενη γυναίκα μίλησε πρώτη. «Αυτός είναι ο δρόμος για το Λονδίνο;» Τί λογής γυναίκα ήταν και πως είχε βρεθεί έτσι ολομόναχη στον δημόσιο δρόμο για το Λονδίνο μία ώρα μετά τα μεσάνυκτα, ήταν αδύνατο να εξηγήσω. Το μόνο πράγμα που ήμουν σίγουρος ήταν πως και ο χυδαιότερος άνθρωπος, ακόμη και σε τούτη την ύποπτα προχωρημένη ώρα και σε έναν δρόμο τόσο ερημικό, δεν θα μπορούσε να την παρεξηγήσει αν την άκουγε να μιλάει…