Στα δύο πρώτα κείμενα του βιβλίου γίνεται αναφορά στο βαθύ τραύμα που προκάλεσαν στην ευρωπαϊκή ψυχή και συνείδηση: ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (που δεν έχει ονομαστεί τυχαία η «ριζική καταστροφή» του περασμένου αιώνα), η νέα παγκόσμια σύγκρουση που ακολούθησε δύο δεκαετίες αργότερα και η θηριωδία του ναζιστικού Ολοκαυτώματος. Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στους τρόπους πρόσληψης και διαχείρισης αυτού του τραύματος, με κύριους άξονες τον δύσκολο και ενίοτε περίπλοκο χαρακτήρα των σχετικών διαδικασιών, τις μεγάλες διαφοροποιήσεις ανά χώρα και ιστορική περίοδο και τη σχέση μεταξύ ακαδημαϊκής ιστορίας και δημόσιου λόγου στην αντιμετώπιση του οδυνηρού παρελθόντος. Στα δύο επόμενα κείμενα το ενδιαφέρον στρέφεται στην τρέχουσα κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γίνεται προσπάθεια να ακτινογραφηθεί η κρίση με την οποία βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και αναλύονται ιστορικά και σύγχρονα στοιχεία που σχετίζονται τόσο με τη δημιουργία, την ενίσχυση και την επέκταση των ευρωπαϊκών θεσμών, όσο και με τις συνθήκες που συνέβαλαν ώστε να εμφανιστεί, να διαρθρωθεί και να εξαπλωθεί η τρέχουσα κρίση. Μεταξύ άλλων, γίνεται λόγος για την κυριαρχία της οικονομικής διάστασης και μιας συγκεκριμένης θεωρητικής τάσης στην ανάπτυξη της Ένωσης, για τις παλινωδίες του ομοσπονδιακού οράματος, για την εκπαιδευτική πολιτική σε κοινοτικό επίπεδο, καθώς και για τρέχουσες προκλήσεις που έχουν ανακύψει από την επίδραση (μεμονωμένα ή συνδυαστικά) της οικονομικής κρίσης, του προσφυγικού ζητήματος και του αποτελέσματος του βρετανικού δημοψηφίσματος.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου γίνεται φανερή η αξεδιάλυτη σχέση του ευρωπαϊκού κεκτημένου με την ιστορική του διάσταση, τόσο με τη μορφή των εξελίξεων που συνέβαλαν καθοριστικά –με βαρύτατο φόρο αίματος– στη γένεση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, όσο και με τη μορφή της κατανόησης των παραγόντων εκείνων, οι οποίοι, με τόσο συχνές τις φανερές ή υπόρρητες αναγωγές στο παρελθόν, απειλούν σήμερα να το διαβρώσουν εκ των έσω.
Σε ένα περιβάλλον πολλαπλών και περίπλοκων προκλήσεων, πολύ διαφορετικό και εξαιρετικά πολυπαραγοντικό –σε όλες του τις διαστάσεις– σε σχέση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, η ιστορική αυτογνωσία προβάλλει ως ο μοναδικός ασφαλής δρόμος για την υπέρβαση των τραυμάτων που μένουν ακόμα ανοιχτά, για την καταπολέμηση των στερεοτύπων και, τελικά, για την ουσιαστική προσέγγιση κρατών και λαών. Μέσα από αυτήν την προσέγγιση είναι, ενδεχομένως, εφικτή η επιστροφή στον δρόμο που είχαν χαράξει οι μεγάλοι οραματιστές του ευρωπαϊκού ιδεώδους σε καιρούς που τα ερείπια και το πένθος από τους δύο παγκόσμιους πολέμους ήταν ακόμα παντοιοτρόπως αισθητά σε κάθε γωνιά της ευρωπαϊκής ηπείρου.