Στη γραμμή, στην παραίσθηση μεταξύ ύπνου και ξύπνου μισοβλέπω ακόμα ιστορίες (κρύβε-μίλα) που μπλέκονται με άλλες, δικές μου, ή τρίτων, προηγούμενες κι επόμενες. Από τσιγάρο σε τσιγάρο μετακινούνται αυθαίρετα στα πίσω λατομεία του νου ως τακτικοί θαμώνες, ή κατάδικοι που χωρίζονται, χάνονται κι επανέρχονται ίδιες και διαφορετικές. Παλιά σκυλιά που κοπάδιασαν στη μνήμη και γαυγίζουν μετά θάνατον. Σαν να βγάζεις δυό, τρία τομάρια από ένα πρόβατο, ή σαν την υστεροφημία ενός φιλιού. Πέσε-σήκω αλλοιώνονται πάλι όλα, οπότε κρατώ συνάψεις και νήματα μπλέκοντάς τα με νέες, αιωρούμενες εικόνες και θαμμένα γεγονότα που μεταβάλλονται διαρκώς απ’ την επεξεργασία και την επινόηση, φτιάχνοντας ρευστούς τάπητες-απολυτίκια πεταμένα στο νερό. Ξαναγεννιέται ο πολφός των λέξεων και οι σπαστές αυτές αφηγήσεις γίνονται ντεπό, θυρίδες για το αύριο που θα έχω ένδεια φωσφόρου.
Αν και όλα, εντέλει, σπαργανώνονται στην περιοχή του απρόσληπτου.