«Μας ξέφευγε συνεχώς. Ήταν το σήµερα. Ήταν το αύριο. Ήταν η ανεπαίσθητη µυρωδιά του κακτολούλουδου, η φευγαλέα σκιά µιας µικρής κουκουβάγιας. Δεν ξέραµε τι συµπέρασµα να βγάλουµε για κείνην. Προσπαθούσαµε να την καρφώσουµε σε κάποιον πίνακα από φελλό σαν πεταλούδα, αλλά πάντα η πινέζα µάς έφευγε, κι εκείνη την έπαιρνε ο αέρας».
Η Στάργκερλ είναι µαγευτική σαν τον ουρανό της ερήµου. Παράξενη σαν τον αρουραίο της. Μυστηριώδης σαν το ίδιο το όνοµά της. Από τη µέρα που εµφανίζεται στο ήσυχο Λύκειο Μάικα µέσα σε µια έκρηξη χρωµάτων και ήχων, σε όλο το σχολείο ακούγεται ένα και µόνο µουρµουρητό: «Στάργκερλ, Στάργκερλ…». Κλέβει την καρδιά του Λίο µε ένα της µόνο χαµόγελο και βάζει φωτιά στο οµαδικό πνεύµα του σχολείου µε µία µόνο ζητωκραυγή. Οι µαθητές του Λυκείου Μάικα τη λατρεύουν. Στην αρχή…
Το Λύκειο Μάικα –ΛΥΜΑ– δεν ήταν ακριβώς αυτό που θα έλεγε κανείς το λίκνο του αντικοµφορµισµού. Υπήρχαν βέβαια µεµονωµένες εξαιρέσεις εδώ κι εκεί, αλλά σε γενικές γραµµές φορούσαµε όλοι τα ίδια ρούχα, µιλούσαµε µε τον ίδιο τρόπο, τρώγαµε το ίδιο φαγητό και ακούγαµε την ίδια µουσική. Ακόµα και τα φυτά και οι σπασίκλες µας είχαν τη σφραγίδα του ΛΥΜΑ πάνω τους. Κι αν σε κάποια φάση τύχαινε να ξεχωρίσουµε µε κάποιον τρόπο από τους άλλους, βιαζόµασταν να επανέλθουµε το συντοµότερο, σαν λαστιχάκια. […]
Θέλαµε να της δώσουµε έναν ορισµό, να την εντάξουµε κάπου, όπως κάναµε όλοι µεταξύ µας, αλλά δεν µπορούσαµε να ξεκολλήσουµε από το «ιδιόρρυθµη», «αλλόκοτη» και «άτσαλη». Η συµπεριφορά της µας αιφνιδίαζε συνεχώς. Μία µόνο λέξη φάνταζε πια να δεσπόζει στον ανέφελο ουρανό πάνω από το σχολείο: «Ε;». Ό,τι έκανε το έκανε λες και ήθελε να δικαιώσει τη Χίλλαρι Κιµπλ. Λες και δεν ήταν αληθινή…