Τα τρία επιμέρους βιβλία είναι εσωτερικά το καθένα και μεταξύ τους δομημένα, με παραλλαγές του ίδιου ύφους και τα ίδια γλωσσικά γνωρίσματα και ποιότητα. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της σύνθεσής τους είναι η χρήση λατινικών όρων, ως εσωτερικών στοιχείων, νομικών κυρίως (η Επιτροπάκη άσκησε μάχιμη δικηγορία και εισήγαγε την έννοια του δικαίου στην ποίησή της), η χρήση παρένθετων λειτουργικών προσθηκώνμε μικρότερα τυπογραφικά στοιχεία, η παράθεση «βιβλιογραφίας» που δηλώνει τις ποιητικές της οφειλές και επίσης λειτουργικών «σημειώσεων», και μαζί ενός πίνακα ερμηνείας των λατινικών όρων.
Η πρώτη εντύπωση από το βιβλίο είναι η εμφανής ποιότητα, που η διαπίστωσή της αναπτύσσεται όσο, προοδευτικά, επιτυγχάνεται η προσπέλασή της με τη βαθμιαία υπέρβαση των δυσκολιών που παρουσιάζει ηιδιαιτερότητάτης, όπως γ.π. η ετυμολογική έμφαση στις λέξεις, ιδιαίτερα με το συνταίριασμα διπολικής σημασίας που προκύπτει απ’ το αραίωμα των συνθετικών τους. Γενικό βασικό χαρακτηριστικό είναι η γλωσσική λειτουργία του γενετικού ρυθμού του δεκαπεντασύλλαβου, στιχικού ή με ποικιλία εμπλεκόμενου, πλήρους ή στα ημιστίχιά του, με γλωσσικά σύνολα. Η κυριαρχία αυτού του γλωσσικού ρυθμού, καθαρά προφορικού, κατορθώνει να αφομοιώσει την εκλεκτική, μέχρι και στη χρήση σπάνιων λέξεων, γλώσσα της ποιήτριας, και, με τη γλωσσικά δρώσα δύναμή του, πραγματοποιεί ένα λειτουργικό διάλογο με τη γραφή, και υπό την πρωτογενή ζωγραφικήτης φύση (η Επιτροπάκη είναι και ζωγράφος).
Αυτό το χαρακτηριστικό γέννησε και το «ποιητικό δοκίμιο για το ψέμα της γραφής», που σκοπός, στόχος του είναι να δικαιώσει οντολογικά το «ψεύδος» του συμβατικού της γραφής και, άρα, να αναγάγει τη γραπτή ποίηση στη ζωντανή προφορικότητα. Το σημαντικό στοιχείο σ’ αυτή την τάση είναι ότι δεν εξυπηρετείται φιλοσοφικά, νοηματικά από τη βαθιά καλλιέργεια της ποιήτριας αλλά ότι, ακριβώς, η ποιητική της δύναμη, η αντλημένη από τον ζωντανό κρητικό δεκαπεντασύλλαβο, που της ανοίγει, γενικά το γλωσσικό της δρόμο, και με ποικίλες άνετες προσλήψεις, ότι αυτή η δύναμη έχει αφομοιώσει την εξωτερική καλλιέργεια και προκύπτει αυθόρμητη και πηγαία και με την πιο ουσιαστική έννοια του όρου ερωτική. ΄Οσο λοιπόν προχωράει κανείς σε ολοένα και πιο άνετη φυσιολογική πρόσληψη αυτής της ποίησης επικυρώνεται η αξία της, που, για τον πιο ελεύθερο αναγνώστη, τον πιο παρθενικά ερωτικό είναι δεδομένη, ακούγεται, με την πρώτη της ελεύθερη ανάγνωση.
Και προχωράει αυτή η ποίηση της Επιτροπάκη ελεύθερη στο δεύτερο βιβλίο της τριπλής σύνθεσης, ξεκινώντας με Συνθέσεις, όπου συντίθενται, ως μέρη του λόγου, τα δεδομένα της πραγματικότητας αναπτύσσοντας την υπέρβαση του αλήθεια – ψέμα υπό την επικύρωση των ίδιων των πραγμάτων, και πάντα υπό τη λειτουργία του νόμου, του πνευματικού δικαίου, που η ποιήτρια το προσλαμβάνει εξαρχής και ριζικά στην ποίησή της ως οντολογικό δεδομένο και συστατικό της πραγματικότητας. Μαζί, και αυτονόητα γι’ αυτή την ποίηση κατασταλάζεται η πνευματική και γλωσσική της παιδεία, με κυρίαρχο πάντα γενετικό-διαμορφωτικό στοιχείο της γλώσσας της το δεκαπεντασύλλαβο και τα λεξικά του σύνολα, που η γεύση του διαποτίζει όποια γλωσσική διάθεση και εμπειρία συντίθεται, ώστε το αποτέλεσμα είναι μια λεξική, τονική μουσικότητα, δηλαδή μια μουσική προφορικότητα, που, προφανώς, προκύπτει από την ψυχική εμπειρία της ποιήτριας στην τοπική-πολιτισμική πραγματικότητα της ζωής της, που την ώθησε στην καλλιέργεια, την εξωτερική, των πραγμάτων και της γνώσης, και την ενδοσκοπική, της ψυχικής και βιολογικής της ζωής. Που θα πει, πως αυτή η ποίηση συνιστά μια ερωτική αυτοπραγμάτωση, καθώς λειτουργεί συνθέτοντας, ή ακυρώνοντας, τη διάσταση ψέμα – αλήθεια, σε μια αληθινή πραγματικότητα υπερβατική της υλικο-πνευματικής πρόσληψης του όντος. Το μέσα της σ’ αυτή την τάση και πραγμάτωση είναι τα μέρη του λόγου, που τελικά είναι ποίηση - πράγματα, η ποιήτρια - αυτό, μια ερωτική σύνθεση του εγώ – εσύσε ποίηση. Με το πρώτο βιβλίο της τριάδας της η ποιήτρια έχει αφήσει ελεύθερη την ταύτιση γραφής – λόγου, ώστε και να αφήνεται ελεύθερη η ποίηση σ’ αυτό το δεύτερο βιβλίο. Επόμενα μέρη του είναι Πορτραίτα και Τοπία, που, με προηγούμενες τις Συνθέσεις, προεξαγγελτικές και συνθετικές τους, ολοκληρώνουν την αναφορά-ποιητική πραγμάτωση του άνθρωπος – κόσμος,υπό την ισχύ του ερωτικού χαρακτήρα αυτής της ποίησης. Ώστε, μετά και το πρώτο βιβλίο της τριάδας, το δεύτερο προσλαμβάνεται με μια άνετη ευχαρίστηση, καθώς η ποίηση προχωράει ελεύθερη και ωραία την οδό της.
Το τρίτο βιβλίο των Μερών του λόγου ονομάζεται Παιχνίδι και ξεκινάει μ’ ένα μότο απ’ τον Παλλαδά, για τον οποίo η ζωή είναι ένα παιχνίδι, και γι’ αυτό συμβουλεύει «ή μάθε παίζειν (…) ή φέρε τας οδύνας» Εδώ η ποίηση των Μερών του λόγου, που πάντα αναλογίζεται και ξαφνιάζεται με την τροπή από ψέμα, απίστευτο, σε θέαση της πραγματικότητας, ολότελα πια ελεύθερη, παίζει. Η λέξη είναι πολύσημη, και μάλιστα στο κρητικό ιδίωμα, και, πάντως, έτσι κι αλλιώς, το παιχνίδι είναι μια βαθιά και πλατιά οντολογική πραγματικότητα(ας θυμηθούμε και το σχετικό θαυμάσιο βιβλίο του Huizinga). Το παιχνίδι δεν είναι καλό ή κακό, ευχάριστο ή δυσάρεστο, είναι απλά και μόνο πραγματικό και συνθετικό, ή μπορεί να αναλυθεί στις ποικίλες οντολογικές καταστάσεις. Είναι δηλαδή ερωτικό. Τα Μέρη του λόγου της Επιτροπάκη, παίζοντας δυαδικά με ψέμα – αλήθεια, λόγος – πράγμα, εγώ – το άλλο, αναπτύσσονται από ποιητική δοκιμιακή γλώσσα και περνώντας από μνήμες, αναφορές, οντολογικές καταστάσεις διάφορες, και με ποίηση πάντα ακμαία καταλήγουν στην αναγωγή στο παιχνίδι, πετυχαίνοντας κάτι μέγιστο: την πραγμάτωση αληθινά οντολογικής ερωτικής ποίησης, ή, πιο σωστά: την ερωτική πραγμάτωση λόγος-πράγμα. Και αυτό, ακόμη, δείχνει τι είναι και τι μπορεί να κάνει, να γίνει η ποίηση. Έτσι, το Παιχνίδι γίνεται, μετά και το προηγούμενο βιβλίο, μια ελεύθερη ανάγνωση για τον εσύ-αναγνώστη, ώστε αυτοπραγματώνεται. Αποτέλεσμα:
Και στρογγυλεύει/ λάμποντας/ κορόμηλο η αγάπη.