Φαντάσου ένα αγόρι ονόματι Άλκης σε τούτο τον αόρατο κόσμο. Φαντάσου τον, σε μια ελληνική πόλη, στο παράθυρο πίσω από ένα παντζούρι ανοικτό όσο για να τον χωράει –ας πούμε, επτά περίπου χρόνων– να κοιτάζει προς την πλατεία, όπου άνθρωποι στέκονταν γύρω από ένα τραπέζι, και δίπλα στο τραπέζι ένα παλικάρι που το είχαν ξεγυμνώσει, ύστερα διατάχτηκε να γείρει, τρέμοντας, πάνω στο τραπέζι με τα χέρια πίσω από το κεφάλι και τους αγκώνες δεμένους· κρατούσαν τα χέρια του κατεβασμένα, και κρατούσαν τα πόδια του επίσης κατεβασμένα, και οι άνθρωποι που είχαν προσταχτεί να παρακολουθούν, με τη μητέρα του αγοριού ανάμεσά τους, τραβήχτηκαν όταν ένας άντρας διέσχισε το πλήθος κρατώντας τσεκούρι. Ένας αξιωματικός του στρατού, με στολή που δεν ήταν ελληνική, πυροβόλησε τελικά στο κεφάλι το παλικάρι που ούρλιαζε.
Ο Άλκης, αγόρι αθώο ακόμα, γίνεται μάρτυρας μιας δημόσιας θηριωδίας στη διάρκεια του εμφυλίου. Του μένει για πάντα μια αφόρητη αίσθηση ευθραυστότητας. Μεγαλώνοντας, συνειδητοποιεί ότι η όποια σεξουαλική έλξη νιώθει ξυπνάει μέσα του τον τρόμο και τη θύμηση του αίματος. Στην όψη και μόνο κάποιου νέου ανθρώπου, αντί για μια υπόσχεση αισθησιασμού, ο Άλκης βλέπει το θύμα μιας βίας που διαιωνίζεται παντού στον κόσμο.
Η ζωή του θ’ αλλάξει όταν, διασχίζοντας την πλατεία Κολωνακίου ένα απόγευμα, παρατηρεί έναν νεαρό Αλβανό, ξαπλωμένο σ’ ένα παγκάκι, σε άθλια κατάσταση. Αυθόρμητα, ο Άλκης παίρνει το νεαρό σπίτι του και πλένοντάς τον, ραίνοντας τον με τα δάκρυά του το σώμα που πεθαίνει, καταλαβαίνει πως είναι αυτός είναι ο μόνος άνθρωπος που μπόρεσε ν’ αγαπήσει.
Το Κοιτάξτε, Κοιτάξτε, τα λουλούδια! είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο από έναν ξένο που πιστεύει ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα γεμάτη ανθρωπιά που ξεπερνάει τον τρόμο.