Η φτώχεια είναι αγνή αλλά πικρή, η τόλμη είναι πάντα φορτική, η μοναξιά πολύ κουραστική και η ζωή πολύ-πολύ μικρή. Κι έβαλα τέλος σε όλα αυτά· μόνο όποιος έχει χρήμα, ζει καλά!
Το 1728, διακόσια χρόνια πριν της δώσει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ τη σημερινή μορφή της, ο Τζον Γκέι έγραψε την Όπερα του Ζητιάνου, που είχε μάλιστα ιστορικό υπόβαθρο: τον 18ο αιώνα υπήρχε πράγματι στο Λονδίνο μια καλά οργανωμένη συμμορία, της οποίας αρχηγός ήταν ο Τζόναθαν Ουάιλντ. Αυτή η συμμορία πρωτοτυπούσε κάνοντας ληστείες και πουλώντας τα κλοπιμαία στα θύματα της ληστείας σε μεγαλύτερη τιμή, ενώ διατηρούσε στενές σχέσεις με την αστυνομία που έπαιρνε ποσοστά. Ο Τζον Γκέι βασίστηκε σ` αυτή την ιστορία για να σατιρίσει τον τότε διαβόητο πρωθυπουργό Ουώλπολ μοιράζοντας τα χαρακτηριστικά του στους δύο κεντρικούς ήρωες της Όπε-ρας, στον Πήτσαμ και τον Μακχήθ.
Η ιδέα μιας σύγχρονης παράστασης της Όπερας της Πεντάρας ανήκει στη συνεργάτιδα του Μπρεχτ, Ελίζαμπετ Χάουπτμαν, η οποία πληροφορήθηκε το 1926 από τις εφημερίδες τη μεγάλη θεατρική επιτυχία της Όπερας του Ζητιάνου, που παιζόταν στο Λονδίνο. Η Χάουπτμαν μετέφρασε το έργο και πάνω στη μετάφρασή της δούλεψε ο Μπρεχτ -μαζί της- τη διασκευή του. Έκανε βαθιά τομή στο αρχικό υλικό, ενώ πειραματίστηκε πάνω στο νέο κείμενο που δημιουργούσε, εφαρμόζοντας την ακόμα καινούργια ιδέα του για το Επικό Θέατρο. Η πρεμιέρα έγινε στις 31 Αυγούστου του 1928 και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του θεάτρου. Κατά καιρούς την έχουν χαρακτηρίσει: όπερα, οπερέτα, μιούζικαλ, σάτιρα, πολιτικό καμπαρέ και πολλά άλλα. Ο ίδιος ο Μπρεχτ τη χαρακτήρισε ως "την πιο επιτυχή παρουσίαση Επικού Θεάτρου".
[Γιώργος Δεπάστας]