Όποτε κοιτάζω έναν σκύλο στα μάτια –θα ’χει συμβεί και σε σας– νιώθω πως βλέπω κατευθείαν στην ψυχή του. Είμαι σίγουρος πως θέλει απεγνωσμένα να επικοινωνήσει, πως, αν προσπαθήσω λίγο ακόμα, θα μου μιλήσει. Και του μιλώ και τον ρωτώ, αλλά απάντηση δεν παίρνω. Τουλάχιστον όχι με λέξεις. Γιατί οι σκύλοι δεν μιλούν.
Ο Μπομπ μιλάει. Όχι σε όλους, μόνο σε μας, τους αναγνώστες. Μας λέει, με λέξεις,
τι έζησε αυτός, μια καλή καρδιά με τέσσερα πόδια και ουρά, ανάμεσα στα δίποδα που έχουν τις λέξεις αποκλειστικό προνόμιό τους. Και πώς κατάφερε να κάνει την καρδιά του γέφυρα για να πατήσουν και να συναντηθούν, εκεί που οι λέξεις δεν αρκούν.
Μια γυναίκα κι ο γιος της. Στο ίδιο σπίτι, κι όμως, μίλια μακριά. Ανάμεσά τους, μια τραγωδία, απ’ αυτές των ανθρώπων. Κι ο Μπομπ, που τους κοιτάζει απ’ τα εξήντα εκατοστά, το ύψος απ’ όπου βλέπουνε τα μάτια του τον κόσμο (ένα προνόμιο που είχαμε κι εμείς όταν ήμασταν παιδιά). Εκεί, από χαμηλά, βλέπει όσα δεν γίνονται, ακούει όσα δεν λέγονται, κάνει σκοπό του η μάνα και τ’ αγόρι να χαμογελάσουν πάλι. Αγαπάει με τον μόνο τρόπο που αξίζει η αγάπη, άνευ ορίων και άνευ όρων. Κι οι λέξεις δεν χρειάζονται, αρκούν δυο μάτια και μια τριχωτή ουρά.
Οι άνθρωποι είμαστε ικανοί για πίστη, τρυφερότητα και καλοσύνη. Οι σκύλοι έχουν ασύγκριτη υπεροχή: είναι φτιαγμένοι απ’ αυτά τα υλικά. Έτσι, όταν ψάχνω να βρω έναν τρόπο να ζω, θυμάμαι πάντα αυτό:
«Θέλω να γίνω ο άνθρωπος που ο σκύλος μου νομίζει ότι είμαι».