Η έκδοση αυτή πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία της ομώνυμης έκθεσης που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης στον εκθεσιακό χώρο του Μεγάρου Εϋνάρδου (18 Δεκεμβρίου 2015 έως 13 Φεβρουαρίου 2016). Τα έργα που παρουσιάζονται καλύπτουν τη διαδρομή του καλλιτέχνη στη ζωγραφική από το 1972 έως το 2012. Πρόκειται για τις ενότητες Ανατολικό Αιγαίο, Μεταλλικές νεκρές φύσεις, Αιγαίο, Τοπία της σκουριάς, Θεσσαλική γη, Υδατογραφίες, Scrap και Δείγμα γραφής.
Σε ένα κριτικό σημείωμά της δημοσιευμένο το 1986, η Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκάν έγραφε μεταξύ άλλων: «Οι ζωγραφικές συνθέσεις του Μιχαηλίδη εμφανίζονται σαν μικρόκοσμοι μιας μορφής κοσμογονίας που δείχνει να συντελείται μπροστά μας –κάθε φορά. Δείχνει να συντελείται με μια ορμή και συνάμα έναν ενστικτώδη ρυθμό: γνωρίσματα που εξασφαλίζουν στα έργα του ζωγράφου μια σπάνια στις μέρες μας πνοή». Παρατηρούσε επίσης ότι η γραφή του δημιουργού είναι «μια γραφή στο μεταίχμιο ανάμεσα στην παραστατικότητα και την αφαίρεση, στη δισδιάστατη επιφάνεια και την προέκτασή της στο χώρο, στο ορατό και στο φανταστικό, στο οργανικά βιωμένο και σε εκείνο που αποκρυπτογραφείται αποκλειστικά στον ψυχισμό μας». Ο Νίκος Χουλιαράς σημείωνε το 1991 ότι η ζωγραφική του Μιχαηλίδη «είναι μια ζωγραφική ουσίας: αληθινή, βαθιά και σύγχρονη· μοναχική, ποιητική και όμορφη». Αναφερόμενη στις υδατογραφίες του Μιχαηλίδη η Ελισάβετ Πλέσσα έγραφε το 2008: «Ένας κόσμος νερού διατρέχει τη ζωγραφική του Μιχαηλίδη, ίσως πιο γνωστή για τις εμμονές του με τη φύση των υλικών, την αγάπη του για το χαρτί και τις ατέρμονες επεμβάσεις του σε μια ζωγραφική επιφάνεια η οποία ξεκίνησε παραστατικά, γεωμετρικά σχεδόν, για να βρει την ταυτότητά της σε μια εξπρεσιονιστική γραφή αρχέγονων παραστάσεων που προέρχονται από την ίδια τη συμπεριφορά των υλικών. Όμως σε όλη αυτή την πορεία το νερό παρεμβάλλεται συνέχεια, τόσο σαν θέμα εννοιολογικό όσο και σαν οπτική απόδοση βιωμάτων και αναμνήσεων του νησιώτη Μιχαηλίδη για να γίνουν οι δικές του ζωγραφικές εικόνες».
Η Κατερίνα Κοσκινά σημείωνε το 2002: «Αυτό που καταρχήν εντυπωσιάζει στα έργα του Γιάννη Μιχαηλίδη, τόσο στους παλαιότερους παραστατικούς του πίνακες όσο και στους πιο πρόσφατους, είναι η φειδώ με την οποία αντιμετωπίζει τα περιγραφικά στοιχεία και η λιτότητα των χρωμάτων του. Ενώ όμως η χρήση των χρωμάτων είναι περιορισμένη, οι τονικότητές τους ήταν κατ’ αντιδιαστολή ανέκαθεν πλούσιες. Το δεύτερο πράγμα που εντυπωσιάζει είναι ότι, όχι μόνο όταν πρόκειται για παραστατική ζωγραφική, αλλά ίσως ακόμη περισσότερο στις αφηρημένες του συνθέσεις, δημιουργείται μια εντύπωση τοπίων. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι ο καλλιτέχνης προβάλλει τα δικά του εσωτερικά ζωγραφικά τοπία. Ίσως πάλι να οφείλεται στη σχέση που διατηρεί με τη φύση και στην ανάγκη του να τη μιμηθεί, επεμβαίνοντας στα έργα με μεγαλύτερη ταχύτητα απ’ ότι εκείνη, αλλά κατά τον ίδιο τρόπο που αυτή θα τα αλλοίωνε σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Έτσι, η διαδικασία της ζωγραφικής στο έργο του Γιάννη Μιχαηλίδη συνδυάζεται με τις παραξενιές της φύσης και του καιρού, με το στέγνωμα στον ήλιο, με το ξέσχισμα του αέρα, με την υγρασία της βροχής, με τις οξειδώσεις που δημιουργεί το αλάτι της θάλασσας. Ακόμη και στα μονόχρωμα έργα που την πρωτοκαθεδρία δεν έχει το τοπίο, αλλά εμφανώς τα ίδια τα υλικά του ζωγράφου, αναγνωρίζει κανείς στοιχεία τόπων. Αυτό είναι συνεπές με την άποψη του Γιάννη Μιχαηλίδη για τη ζωγραφική, την οποία ο ίδιος ‘κατοικεί’, ως τόπο».